14 Νοε 2019

«Ψωμί (χωρίς γλουτένη), Πεδία (τύπου Άρεως), Free Wi-Fi»

«Τανκς και βία Τοσίτσα, έξω οι Αναρχικοί, γιατί μπήκε ο Νοέμβρης που γεννιούνται οι Σκορπιοί» λέει ένας στίχος της Μάρως Μαρκέλλου και είναι αυτή η εποχή του χρόνου που ξυπνάνε οι ένδοξες μνήμες της γενιάς του Πολυτεχνείου.

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, στα οικογενειακά τραπέζια, ο παππούς μας εξιστορούσε τις κακουχίες της Κατοχής και ο πατέρας μου απαντούσε με τις δικές του μπλαβές εμπειρίες από την επταετία και φυσικά την ηρωική βραδιά της 17ης Νοέμβρη του 1973.

Εγώ ήμουν μια άσκοπα οργισμένη έφηβη που ζάρωνα στην καρέκλα μου γιατί έως τότε ο μόνος αγώνας που είχα δώσει ήταν κατά του συγχωρεμένου του Αρσένη που ως Υπουργός Παιδείας είδε σε πανελλήνια μετάδοση σύσσωμους τους μαθητές της χώρας να καίνε το χάρτινο ομοίωμά του στο Σύνταγμα φωνάζοντας «κάτσε καλά Γεράσιμε».

Πτωχή και ανεπαρκής καρικατούρα των προγόνων μου, ο λόγος που είχε ξεσηκώσει την δική μου γενιά εναντίον της εξουσίας ήταν ευτελής και δεν θα παίδευε ποτέ κανέναν μαθητή στις εξετάσεις της Ιστορίας. Αυτό με στεναχωρούσε και έπιανα τον εαυτό μου, όταν έπινα καφέ με τους συνομήλικους μου στην Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων, στο θρυλικό Floral, να ονειρεύεται επαναστάσεις με σημαίες και συνθήματα. Ή άλλοτε πάλι, όταν πηγαίναμε στην έκθεση βιβλίου και μετά για τσίπουρα στα ουζερί δίπλα στο Πεδίον του Άρεως, να μιλάμε παθιασμένα για όνειρα και εξεγέρσεις ενάντια στην αόρατη ανώτερη αρχή που μας έπνιγε νοερά.

Τα χρόνια πέρασαν και η Μπλε Πολυκατοικία ξεθώριασε ενώ το Floral έχει κλείσει οριστικά. Το Πεδίον του Άρεως πλέον φιλοξενεί αλισβερίσια εξαρτημένων στα σκοτεινά σημεία του ενώ μοιάζει να ασφυκτιά  με την πρόσφατη περίφραξη.

Η γενιά μας σηκώθηκε απότομα από τα καφέ και τα ουζερί, σαν κάποιος να φώναξε «κλείνουμε», φόρεσε το backpack της και έκτοτε τρέχει αδιάκοπα. Μοιράζει βιογραφικά, δουλεύει ως ενοικιασμένο προσωπικό, σχολάει αργά το βράδυ και δεν πληρώνεται υπερωρίες, στοιβάζεται στα μέσα μεταφοράς κοιτάζοντας κάπου ακαθόριστα μακριά ενώ ακούει μουσική ή γελάει με τα βίντεο του Luben από τα ακουστικά της.

Η γενιά μας στέλνει τα παιδιά της στο δημόσιο σχολείο που πλέον λειτουργεί από τις επτά το πρωί ως τις τέσσερις το απόγευμα και σε καμία περίπτωση δεν την ενοχλεί που οι συμμαθητές του γιου και της κόρης της είναι «μαυράκια και φιλιππινεζάκια» γιατί έμαθε να συνυπάρχει αρμονικά και με αλληλεγγύη. Η γενιά μας βλέπει τον πλανήτη να νοσεί και προτιμάει να σκύψει και να πιεί νερό από έναν ψύκτη αντί να αγοράσει πλαστικό μπουκάλι. Η γενιά μας δεν ξέρει την φράση «πάμε στα μπουζούκια» γιατί η διασκέδαση, ακόμη και στην έξω καρδιά Ελλάδα, έχει περιοριστεί σε μικρά γειτονικά μπαράκια όταν έχει εξαντλήσει τις επιλογές στο Netflix.

Η γενιά μας ταξιδεύει με σεβασμό και θαυμάζει απεριόριστα όσους έτρωγαν βελανίδια όσο οι πρόγονοί της έχτιζαν την Ακρόπολη και επιστρέφει φέρνοντας τις ιδέες και τις συνήθειες τους. Η γενιά μας έχει αδέρφια που έχουν φύγει για να βρουν δουλειά στο εξωτερικό και δεν τους λέει «μετανάστες» ούτε ακούει Καζαντζίδη αλλά «expatriates» και για όλα αυτά αφήνει τον Φοίβο Δεληβοριά να την εκφράζει δωρικά και χωρίς λυγμούς ενώ σε κάθε τραπέζι κουζίνας υπάρχει ένα laptop με το skype ανοιχτό για όταν καλέσει «το παιδί».

Η γενιά μας θα στηρίξει την μεταρρύθμιση που θα την βοηθήσει να απεξαρτηθεί από το κάπνισμα αλλά όχι εκείνη που θα κάνει τα στραβά μάτια για να συνεχίσει το κράτος να εισπράττει τους φόρους του καπνού.

Η γενιά μας δεν γελάει με σεξιστικά και ρατσιστικά αστεία και δεν φοβάται να ορθώσει το ανάστημά της ακόμη και σε περιστατικά που λαμβάνουν χώρα στα μέσα ενημέρωσης, αποδεικνύοντας ότι έχει απομυθοποιήσει όλο το χάρτινο οικοδόμημα του life style που είχε με κόπο ανεγερθεί την κούφια δεκαετία των ‘00’s

Η γενιά μας έχει δει νεανικό αίμα να χύνεται στο πεζοδρόμιο εν ψυχρώ και από αμετανόητα χέρια και δεν ξεχνάει, δεν μπορεί να ξεχάσει όσους άφησαν τις μανάδες του Αλέξανδρου, του Παύλου και του Ζακ με άδειες αγκαλιές.

Η γενιά μας γνωρίζει πλέον την λέξη bullying και δεν ανέχεται τους νταήδες του καφενείου και τις συμπεριφορές τους και έμαθε ότι το να μιλάς εγκαίρως και να υπερασπίζεσαι εκείνον που δέχεται μαρτυρικά τον όποιο εξευτελισμό μπορεί να αποτρέψει έναν ακόμη θάνατο όπως του Βαγγέλη Γιακουμάκη.

Η γενιά μας παλεύει για τα γυναικεία δικαιώματα και τα φεμινιστικά ιδεώδη καθώς υπάρχει δρόμος ακόμη προς την ουσιαστική εξίσωση των δύο φύλων και την θέση της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο όπου η δύναμη είναι ξεκάθαρα το : «άνδρας λευκός»

Η γενιά μας αγαπάει τα ζώα και δεν παίρνει για δώρο γενεθλίων κουτάβια και γατάκια, δεν καπνίζει στο αυτοκίνητο με τα παιδιά στο πίσω κάθισμα, δένει την ζώνη ασφαλείας της, όταν ξεκινάει το πρωί για την δουλειά της δεν μετράει τις ημέρες ως την σύνταξη γιατί είναι άγνωστο αν θα πάρει σύνταξη και φυσικά δεν μεταχειρίζεται πλέον τη λέξη «αποταμίευση» γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια ζει με το «δώσε ημίν σήμερον».

Η γενιά μας καταδικάζει τα μπάρμπεκιου έξω από τα στρατόπεδα που μένουν πρόσφυγες και μετανάστες, όχι γιατί είναι vegan, αλλά γιατί ξέρει τι σημαίνει να θέλουν τα παιδιά σου ένα σουβλάκι και να μην έχεις να τους πάρεις. Και τέλος, η γενιά μας δεν ευχήθηκε ποτέ να δει γιάφκες και ματ μέσα στα Πανεπιστήμια και μητροπόλεις του Airbnb τις γειτονιές της. Της αρέσουν τα καθαρά άσπρα σεντόνια που απλώνονται σε ένα σχοινί στον ακάλυπτο, οι ψάθινες καρέκλες στις εισόδους των πολυκατοικιών με τους γείτονες μαζεμένους, κάποια μουσική από ένα πάρτυ, το γέλιο ενός μωρού στο δρόμο προς το πάρκο, οι φοιτητές με τις ιδέες τους, οι ακαδημαϊκοί κύκλοι που πρέπει να εκφράζονται από αμφιθέατρα και όχι από παράθυρα ειδήσεων.

Και μολονότι κάνει όλα αυτά, όταν βρίσκεται με τα παιδιά και τους γονείς της στα οικογενειακά τραπέζια, δεν τα κουβεντιάζει με κομπασμό και περηφάνεια γιατί κουράστηκε από τα πολλά λόγια. Κουράστηκε να κουβαλάει έναν θυμό που δεν της χρησίμευσε πουθενά, αντιθέτως την έκανε δυσκίνητη και αυτιστική. Ανοίγει τα παράθυρα να μπει φως και καθαρός αέρας, ευχαριστεί τους γονείς της που της πλήρωσαν το πετρέλαιο του μήνα και συγκεντρώνεται στο σαλόνι της μια απλή Κυριακή που δεν το κρατάει πια κλειστό και καθαρό μόνο για τις γιορτές.

Η γενιά μας χαϊδεύει την πονεμένη πλάτη της Ελλάδας που οι προηγούμενες γενεές ασέλγησαν επάνω της. Και αυτό την κάνει τόσο δυνατή που αν χρειαζόταν θα απέκρουε και αυτή με τα στήθη της τα τανκς.

Ίσως και να το έχει πράξει ήδη, as we speak.

 

Μαρία Παπαϊωάννου