21 Νοε 2006

Για τις προμήθειες των ασφαλιστικών υπαλλήλων

Προς τους συλλόγους – μέλη της ΟΑΣΕ


Θέμα: Ασφαλιστικές εργασίες υπαλλήλων


Συνάδελφοι,

Μετά την υπογραφή του Π.Δ. 190/06 για τους διαμεσολαβούντες και εν όψει διευκρινιστικής εγκυκλίου που πρόκειται να εκδοθεί από το Υπουργείο Ανάπτυξης, απευθυνθήκαμε στον έγκριτο καθηγητή κ. Ι. Ρόκα για να γνωμοδοτήσει σχετικά, αν οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι συνεχίζουν να έχουν την δυνατότητα ασφαλιστικών εργασιών έναντι προμήθειας στις ασφαλιστικές εταιρίες που εργάζονται.
Ο κ. Ρόκας δέχθηκε να γνωμοδοτήσει και μάλιστα αφιλοκερδώς. Η επιστημονική του γνώμη μας παραδόθηκε χθες και σας την διαβιβάζουμε για να γίνει ευρύτερα γνωστή στους συναδέλφους.
Αυτοί που βιάστηκαν να τελειώσουν με το πάγιο αυτό δικαίωμα που έχουν οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι σε όλη την Ευρώπη και καμιά Οδηγία δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει, ας απαντήσουν επί της ουσίας στην επιστημονική γνώμη του κ. Ι. Ρόκα.

Συναδελφικά
Για το Εκτελεστικό Συμβούλιο
Η Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας



Αθηνά Καραμήτρου Σωτήρης Οικονόμου


Συνημ: Γνωμοδότηση καθηγητού κ. Ρόκα
 
 
 
ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΡΟΚΑΣ
Καθηγητής του Εμπορικού Δικαίου
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
 
 
 
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Ερώτημα
Η Ομοσπονδία Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος μου έθεσε το ερώτημα αν το Π.Δ.190/2006 που προβλέπει (αρθ.2 §3, εδ β') ότι δεν θεωρείται ασφαλιστική διαμεσολάβηση κατά την έννοια του Π.δ. αυτού η δραστηριότητα παρουσίασης, πρότασης, παροχής προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεως ασφάλισης κ.λπ., όταν αυτή ασκείται από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, κατάργησε το αρθ. 19 του ν. 1561/85 που προέβλεπε ότι οι υπάλληλοι ασφαλιστικών επιχειρήσεων μπορούν να ασκούν διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλίσεων για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Απάντηση
Επί του ερωτήματος αυτού έχω την έξης γνώμη.
1. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ 3 του Π.Δ. 190/2006 "προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2002/92 του ΕΚ και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση",
"ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση νοείται κάθε δραστηριότητα είτε παρουσίασης, πρότασης, παροχής προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεως ασφάλισης ή σύναψης αυτών ή παροχής συνδρομής κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου.
Οι δραστηριότητες αυτές δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση, όταν ασκούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος συνδέεται με σχέση εργασίας με αυτήν και ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της επιχείρησης αυτής".
Επίσης, σύμφωνα με το άρθ. 1 εδ. α΄ του ν 1569/85 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρ. 36 παρ. 2 του ν.2496/97,
"Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι".
Ακόμα, σύμφωνα με τις παρ. 1-2 του αρθ. 19 ν. 1569/85, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθ. 14 παρ. 1 του ν. 2170/93,
"1. Υπάλληλοι ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή εταιριών μεσιτείας ασφαλίσεων μπορούν να ασκούν διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλίσεων για λογαριασμό των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται ή άλλων συνδεδεμένων με αυτές, μετά από έγκριση του εργοδότη τους, χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 17.
2. Η σχέση του ασφαλιστικού υπαλλήλου με τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων διαμεσολαβεί κατά τα ανωτέρω, είναι σύμβαση έργου και ανεξάρτητη από τη σύμβαση εργασίας".
Τέλος, σύμφωνα με το αρθ. 14 του Π.δ. 190/2006,
"Από την έναρξη ισχύος του διατάγματος καταργείται κάθε διάταξη του ν. 1569Ι85που έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις του παρόντος...".
2. Η Οδηγία 2002/92 αποβλέπει στην υλοποίηση της ελευθερίας εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών εντός των Κρατών μελών της ΕΕ των προσώπων που ασκούν επαγγελματικά δραστηριότητες παρουσίασης, πρότασης, παροχής προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων κ.λπ. με τρόπο που κατά την αντίληψη του κοινοτικού νομοθέτη είναι ικανοποιητικός για τη συμφέροντα των ασφαλισμένων (εξουσιοδότηση κατ' αρθ. 47 παρ 2 και άρθ. 55 της Συνθήκης). Επιχειρώντας αυτόν τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών, η Οδηγία δεν ήθελε να θίξει ούτε έθιξε άλλες διατάξεις εθνικών νόμων που ρυθμίζουν επί μέρους ειδικά θέματα, θέματα που δεν αφορούν ούτε επηρεάζουν την υλοποίηση των ως άνω ελευθεριών, καθώς και θέματα που δεν ρυθμίζουν συναλλακτικά μορφώματα και σχέσεις στις οποίες η ίδια Οδηγία δεν απαιτεί να.εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις που εισάγει. Το Π.Δ. 190/06 εκδόθηκε με βάση νομοθετική εξουσιοδότηση που περιορίζει τη Διοίκηση να περιλαμβάνει στο σχετικό κανονιστικό Διάταγμα μόνο τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με την Οδηγία.. Συνεπώς η πρόβλεψη του άρθ. 14 του Π.δ. 190/06 ότι καταργεί κάθε διάταξη του ν. 1569/85 που έρχεται σε αντίθεση μ' αυτό το Διάταγμα, περιορίζεται σύμφωνα με το νόμο μόνο διατάξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις και το σκοπό της Οδηγίας και μόνο.
Η εξαίρεση (της ως άνω παρ. 3 του άρθ. 2 του π.δ.) από της εφαρμογής των διατάξεών του π.δ. επί των ασφαλιστικών υπαλλήλων (κατά μεταφορά του άρθ. 2 της Οδηγίας) αποβλέπει στην απαλλαγή των υπαλλήλων από τις διατάξεις που προβλέπει η Οδηγία και το Π.δ. σχετικά με τα προσόντα και τις γνώσεις των διαμεσολαβούντων, καθώς και με τις προϋποθέσεις εγγραφής τους στο μητρώο. Προβλέπει την εξαίρεση αυτή η Οδηγία, όχι τυχαία αν και φαίνεται αυτονόητο ότι οι υπάλληλοι που συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας δεν μπορεί να είναι και διαμεσολαβούντες μεταξύ του εργοδότη και των πελατών του (του εργοδότη). Διότι διεθνώς οι εργασίες πρόσκτησης πελατών (ασφαλισμένων) στις οποίες προβαίνει υπάλληλος ασφαλιστικής επιχείρησης και επιχείρησης διαμεσολάβησης στην ιδιωτική ασφάλιση θεωρείται μορφή διαμεσολάβησης. Και επειδή θεωρείται μορφή διαμεσολάβησης, γι' αυτό η Οδηγία, προς άρση αμφιβολιών, τις εξαιρεί από τις προϋποθέσεις που απαιτεί για τη νόμιμη άσκηση εργασιών των κατά κυριολεξία διαμεσολαβούντων. Αν δεν θεωρούσε ο κοινοτικός νομοθέτης μορφή διαμεσολάβησης την εργασία των ασφαλιστικών υπαλλήλων, δεν θα προέβλεπε την εξαίρεση εφαρμογής των προϋποθέσεων. Συνεπώς ο κοινοτικός νομοθέτης αναγνωρίζει ότι οι εργασίες των ασφαλιστικών υπαλλήλων αντιμετωπίζονται σαν μορφή διαμεσολάβησης από τα Κράτη-μέλη και το "ανέχεται" και γι' αυτό προβλέπει να μην εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις της Οδηγίας. Ή αλλιώς δεν απαγορεύει την αντιμετώπιση των εργασιών αυτών ως μορφή διαμεσολάβησης, αλλά την απαλλάσσει από την εφαρμογή των προϋποθέσεων που ισχύουν για τους κατά κυριολεξία διαμεσολαβούντες, όπως άλλωστε κάνει και το άρθ. 19 παρ. 1 ν. 1569/85 που απαλλάσσει αυτούς τους μεσολαβούντες από την υποχρέωση εγγραφής τους στο Επιμελητήριο και άρα συνδρομής στο πρόσωπό τους των προϋποθέσεων εργασίας των ασφαλιστικών συμβούλων (άρθ. 17 ν. 1569/85)
3. Ο νόμος[1] χαρακτηρίζει και τις δραστηριότητες ασφαλιστικών υπαλλήλων που φέρουν άμεσα ή και έμμεσα παραγωγή, δηλ. πελατεία, στην επιχείρηση, κατά πάγια διεθνή πρακτική, ως εργασία ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, γίνεται από την άποψη του ανταλλάγματος του υπαλλήλου που δικαιούται (εν είδει προμήθειας) να λαμβάνει και όχι για να προσδώσει την κατά κυριολεξία έννοια του "διαμεσολαβούντα" στον υπάλληλο ή, ακόμα περισσότερο, την έννοια της "επιχείρησης διαμεσολάβησης" στην δραστηριότητά του, καθώς ο συμβατικός δεσμός του με την ασφαλιστική επιχείρηση και η φύση της εργασία του αποκλείει κάτι τέτοιο. Έτσι το αντάλλαγμα των ασφαλιστικών υπαλλήλων για τη μεσολαβητική δραστηριότητα δεν είναι μισθός, αλλά προμήθεια διαμεσολαβούντα που, όπως και οι προμήθειες των λοιπών διαμεσολαβούντων, δεν υπόκειται σε ΦΠΑ. Ναι μεν το αρθ. 2 παρ. 3 εδ β' π.δ. 190/06 προβλέπει ότι δεν θεωρεί ασφαλιστική διαμεσολάβηgη οι εργασίες παρουσίασης κ.τ.τ. ασφαλιστικών συμβάσεων όταν γίνεται από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης που συνδέεται με σχέση εργασίας μ' αυτή. Όμως τούτο λέγεται εξ απόψεως της μη υποχρέωσης αυτοί οι υπάλληλοι να πληρούν τις προϋποθέσεις εγγραφής στο μητρώο των διαμεσολαβούντων στην ιδιωτική ασφάλιση και της μη υποχρέωσης εγγραφής τους εκεί.[2]
Να σημειωθεί ότι τα Κράτη-μέλη μπορούν να θέτουν (επιπρόσθετες) υποχρεώσεις αντίστοιχες με αυτές των διαμεσολαβούντων και για τους ασφαλιστικούς υπαλλήλους.[3]
Συνεπώς ο λόγος για τον οποίο η Οδηγία και το Π.δ. 190/06 αποχαρακτηρίζει την δραστηριότητα των υπαλλήλων από την έννοια της διαμεσολάβησης είναι αποκλειστικά και μόνο για να μην εφαρμοστούν οι προϋποθέσεις που ισχύουν για τους επαγγελματίες διαμεσολαβούντες, που, όπως είπαμε, κάνει αντίστοιχα και το άρθ. 19 παρ. 1 ν. 1569/85 που εξαιρεί κι αυτούς τους υπαλλήλους από τις υποχρεώσεις και τα προσόντα που πρέπει να έχουν οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, δηλ. από τα προσόντα που πρέπει ν' απoδεικvύoυν ότι έχουν για να εγγραφούν στο άρθ. 17 ν. 1569/85 επιμελητήριο.
Η Οδηγία αναγνωρίζει και δεν αγγίζει την πανευρωπαϊκή πρακτική σύμφωνα με την οποία οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι μπορεί ν' αμείβονται και ως διαμεσολαβούντες, αφού αυτό αποτελεί αναγκαίο κίνητρο για την προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων και δεν έχει ουδεμία σχέση με τις αρχές της ελευθερίας εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στον τομέα της επαγγελματικής διαμεσολάβησης που ήθελε να υλοποιήσει η Οδηγία. Δεν αφορά τη θεματική της Οδηγίας η εξ επόψεως ανταλλάγματος αντιμετώπιση των δραστηριοτήτων των υπαλλήλων των ασφαλιστικών εταιριών από τις εθνικές νομοθεσίες, αλλά η ρύθμιση αποβλέπει στην αποφυγή εισαγωγής των υποχρεώσεων των διαμεσολαβούντων και στους υπαλλήλους, επειδή ακριβώς ο κοινοτικός νομοθέτης αναγνωρίζει ότι και αυτοί, αν και υπάλληλοι, μπορεί να ενεργούν ένα είδος διαμεσολάβησης. Αλλιώς θα έλεγε ο κοινοτικός νομοθέτης ότι οι υπάλληλοι απαγορεύεται να διαμεσολαβούν και θα περιελάμβανε στην εξαίρεση και τους υπαλλήλους των πρακτοριακών μεσιτικών επιχειρήσεων, πράγμα που δεν το κάνει.
4. Είναι τόσο καθιερωμένη η διαμεσολαβητική δραστηριότητα των ασφαλιστικών υπαλλήλων, ώστε με την Υπ. Απόφαση 20537/7Ο, όπως τροποποιήθηκε από την Υπ. Απόφαση Κ43961/3.9.1981 άρθ. 1, προβλέπονταν και τα μειωμένα σε σχέση με τους κατά κυριολεξία διαμεσολαβούντες, ποσοστά προμηθειών που έπρεπε κατ' ανώτατο όριο κατά κλάδο να απολαύουν οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι όταν μεσολαβούν. Οι ρυθμίσεις αυτές πάντως καταργήθηκαν με την υπ' αριθμ. Κ3-7619/29.12.92 απόφαση του Υπ. Εμπορίου. (Σήμερα οι προμήθειες των διαμεσoλαβoύνrων άρα και των ασφαλιστικών υπαλλήλων καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συμβαλλομένων).
Όπως είπαμε, κατά διεθνή παλιά παράδοση οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών και πρακτοριακών και μεσιτικών επιχειρήσεων (ασφαλιστικοί υπάλληλοι) δικαιούνται εφόσον το θελήσει και ο εργοδότης τους προμήθειας που κι αυτή, όπως η προμήθεια των κατά κυριολεξία διαμεσολαβούντων, καθορίζεται ελεύθερα με τον εργοδότη τους. Η παροχή των υπαλλήλων αυτών που δικαιολογεί κατά νόμο προμήθεια είναι όμοια με αυτή των ασφαλιστικών συμβούλων (παρουσίαση, πρόταση κ.λπ. ασφαλιστικών συμβάσεων). Έτσι, και όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν χρησιμοποιήσει για μια ασφάλιση μεσολαβούν πρόσωπο, είναι πιθανό την πρακτοριακή προμήθεια να μην την κρατήσει η ίδια, αλλά να τη δώσει (σύμφωνα με μειωμένη κλίμακα) στον ασφαλιστικό υπάλληλό της, στον οποίο, έστω και τυχαία, απευθύνθηκε ο μέλλων να ασφαλιστεί.
Συμπέρασμα
Το συμπέρασμα είναι ότι οι διατάξεις των άρθ. 1 και 19 του ν. 1569/85 δεν έχουν καταργηθεί από το Π.δ. 190/2006 και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι μπορούν να εργάζονται και επί προμήθεια για τις διαμεσολαβητικές τους εργασίες, σύμφωνα με το μέχρι σήμερα καθεστώς.
Αθήνα, 20/11/06


[3] Βλ. σχετικά άρθ. 150 του νέου ιταλικού "cοdίce delle assicurazioni" του 2005 σχετικά με τα καθήκοντα και ευθύνες του διαμεσολαβούντος και άρθ. 152 αυτού για τις ειδικές προσυμβατικές του υποχρεώσεις στις από απόσταση πωλήσεις ασφαλιστικών συμβάσεων. Για ζητήματα που αφορούν την προσαρμογή της Οδηγίας στα εθνικά δίκαια, βλ. Reiff, Die Umsetzung der Versicherungsvermitllerichtlinie in das deutche Recht, VersR 04 σελ.142 επ.