27 Ιαν 2020

Ποτέ ξανά φασισμός

"To καλοκαίρι του '94 ήμουν στη θεία μου στην Πολωνία. Την πρώτη βδομάδα της ζήτησα να πάμε στο Άουσβιτς. Ήθελα να δω με τα μάτια μου, εάν η ανθρώπινη κτηνωδία (πόσο πιο οξύμωρο να΄ναι ένα σχήμα;) ήτανε τόσο μεγάλη όσο είχα διαβάσει σε ιστορικά βιβλία.

Πριν καν φτάσουμε στο στρατόπεδο μυρωδιά είχε ήδη πιάσει τα ρουθούνια μου. Η ανθρώπινη σάρκα έχει πολύ διαφορετική οσμή από αυτή των ζώων. Δε ξέρω γιατί. Δε θέλησα ποτέ καν να κάτσω να το ψάξω. Με έπιασε ξαφνικά τρεμούλα. "Θεία, μετάνιωσα. Δε θέλω να πάμε. Έλα να γυρίσουμε πίσω" 
untitled

Ήταν όμως ήδη αργά, έπρεπε να νικήσω τον φόβο μου, για να δω με τα μάτια μου την αλήθεια. Μπαίνοντας στο στρατόπεδο μυρωδιά ήταν πλέον τόσο δυνατή που νόμιζες οτι οι φούρνοι λειτουργούν ακόμα κ όμως είχανε σταματήσει μισό αιώνα. Δεν ήτανε όμως οι φούρνοι το πιο αναπάντεχο θέαμα.

Στο Άουσβιτς, σε αντίθεση με το Νταχάου, που έχουν γκρεμίσει τις ντροπές τους, δεν είχανε πειράξει τίποτα. Είχαν φτιάξει τεράστιους γυάλινους θόλους μέσα στα δωμάτια του κτιρίου/μουσείου, στους οποίους είχανε διαφυλάξει όλα τα προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων.

Ένας θόλος γεμάτος με γυαλιά μυωπίας. Ένας θόλος γεμάτος με οδοντόβουρτσες. Ένας θόλος γεμάτος με βαλίτσες με τα ονόματα των κατόχων τους, γραμμένα με κιμωλία. Ενός θόλος με παπούτσια. Ένας θόλος με τα σκουφάκια τους. Όσο προχωρούσα στο διάδρομο του μουσείου, τα πόδια μου κόβονταν.

Φτάνω μπροστά στον τελευταίο θόλο .Ήτανε γεμάτος μωρουδιακά. Κουδουνίστρες, ζιπουνάκια, παπουτσάκια. Ο κόσμος είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Προσπαθούσα να κρατήσω τις μύξες μου, αλλά δεν μπορούσα. Ντρεπόμουνα. Όχι που μου τρέχανε οι μύξες, αλλά που λεγόμουνα άνθρωπος, αυτό με ντρόπιαζε.

"Ciotka", της λέω.. "dlaczego?". (Θεία, γιατί;). "Ponieważ!" μου λέει. (Επειδή!)  Οσο περνούσε η ώρα παρακαλούσα να φύγω από εκεί μέσα. Οι κουκέτες των κρεβατιών, οι φούρνοι, οι θόλοι, το εργοτάξιο, όλα μου είχανε καρφωθεί στη μνήμη για πάντα.

Είτε έμενα άλλες 10 ώρες είτε έφευγα εκείνη τη στιγμή, είχαν ήδη όλα αλλάξει μέσα μου για το τι εστί ανθρώπινο μίσος. Προχωρώντας προς την έξοδο, φτάνουμε σε ένα διάδρομο γεμάτο με φωτογραφίες των θυμάτων. Διαβάζω μερικά ονόματα. Βλέπω μερικές φωτογραφίες. Ψυχές. Πόσες ψυχές;

Ήτανε τα πνεύματα τους εκεί; Μας βλέπανε; Μέσα στην παγωμάρα που επικρατούσε στον διάδρομο, ακούγεται ξαφνικά ο σπαραγμός μιας γυναίκας. Μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας έχει πέσει στο πάτωμα και χτυπιέται. Αναγνωρίζει στον τοίχο, την φωτογραφία του πατέρα της απ΄οτι λέει η θεία μου.

Οι μύξες πια τρέχουν ποτάμι, ούτε που με ενδιαφέρει ποιος με βλέπει. Το φιλμ της φωτογραφικής μηχανής έχει τελειώσει. Όποιος στο σχολείο χρησιμοποιούσε ποτέ ξανά τη λέξη φασισμός, θα είχα να του δείξω ντοκουμέντα για το τι εστί πραγματικά φασισμός και μίσος.

Βγαίνοντας έξω από το τελευταίο κτίριο, νιώθω ότι δεν έχω πια πόδια να περπατήσω."Θεία, πάμε να κάτσουμε κάπου, δε νιώθω καλά". Καθόμαστε σε ένα παγκάκι, ανοίγω το σακίδιο μου, βγάζω το βιβλίο που διάβαζα εκείνες τις μέρες και πίνω λίγο νερό. "Tokillamockingbird" (όταν σκοτώνουν τα κοτσίφια) της HarperLee.

Ανοίγω το βιβλίο και κάνω ότι διαβάζω, για να αποφύγω την κουβέντα. Καθόμαστε κανά τέταρτο, ξεκουραζόμαστε και τραβάμε προς την έξοδο. Το Άουσβιτς ήταν πια πίσω μου, αλλά πλέον ήτανε πάντα μπροστά μου. Μπροστά στα μάτια μου.

Το βιβλίο μου - όχι, σας ορκίζομαι, δεν υπερβάλλω - μυρίζει ακόμα όπως μύριζε το στρατόπεδο. Όποτε θέλω να θυμάμαι - γιατί πρέπει να θυμάμαι - το ανοίγω και το μυρίζω. Σήμερα, 27 Ιανουαρίου, Διεθνής Επέτειος της Μνήμης του Ολοκαυτώματος, θα το ξανά ανοίξω.

ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ."

Αναδημοσίευση από thread της Lucy Westerna στο twitter.

Περισσότεροι από 1.100.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από τους φασίστες στο στρατόπεδο του Άουσβιτς – Μπιρκενάου… Εβραίοι, Πολωνοί, Έλληνες, Ούγγροι, Ρώσοι, Τσέχοι, Γάλλοι, Γιουγκοσλάβοι, πολιτικοί κρατούμενοι, τσιγγάνοι..

Σήμερα, που το αυγό του φιδιού εκκολάπτεται πάλι στην Ευρώπη, ας μην ξεχάσουμε.

Συναδελφικά,

Η Σ.Ε.