13 Νοε 2003

Σχέδιο Νόμου για την διαδοχική

Συνάδελφοι,

Από τις πληροφορίες που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε το τελικό σχέδιο της διάταξης για την διαδοχική ασφάλιση είναι έτοιμο.
Η κυβέρνηση αντί να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα με την σοβαρότητα που απαιτούσε, επί τρεις μήνες διέρρεε καθημερινά σενάρια στον τύπο προκειμένου να "μετρήσει αντιδράσεις", με αποτέλεσμα να δημιουργήσει προσδοκίες που από ότι φαίνεται δεν υλοποιούνται.
Εντός των προσεχών ημερών θα κατατεθεί στην Βουλή για συζήτηση και ψήφιση.
Οι κυριότερες διατάξεις του έχουν ως ακολούθως:

Από 1.1.2004 οι ασφαλιστικοί φορείς κύριας ασφάλισης που κρίνονται απονέμοντες οργανισμοί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του νδ. 4202/1961 όπως αυτές ισχύουν, υπολογίζουν και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στους συμμετέχοντες. Ο υπολογισμός των τμηματικών ποσών του απονέμοντος και των συμμετεχόντων γίνεται ως εξής:
 
Ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει με τα αρμόδια όργανά του το ποσό της σύνταξης που κατά την νομοθεσία που τον διέπει αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου που πραγματοποιήθηκε διαδοχικά και προσδιορίζει το τμήμα που αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του.
Ο ίδιος οργανισμός υπολογίζει και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης του συμμετέχοντα σε ποσοστό επι τοις εκατό των συνταξίμων αποδοχών όπως αυτές ορίζονται με τις διατάξεις της επομένης παραγράφου, για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης και μέχρι τα 35 έτη ασφάλισης.
Τα ποσοστά καθορίζονται σε 2% για ΙΚΑ, ΝΑΤ, ΟΓΑ και ΟΑΕΕ(ΤΣΑ), σε 2,85% για το ΟΑΕΕΕ (ΤΑΕ), σε 3% για το ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ) και σε 2,286% για το Δημόσιο και τους λοιπούς φορείς ασφάλισης μισθωτών και αυτοτελώς απασχολουμένων.
Τα προσδιοριζόμενα τμήματα σύνταξης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα του τμήματος του κατωτάτου ορίου σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης ή του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό με βάση το χρόνο και μόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, εφόσον με το χρόνο αυτό θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις διατάξεις των οργανισμών αυτών χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια σύνταξης.
Το άθροισμα των τμημάτων της σύνταξης αποτελεί το συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται στο δικαιούχο από τον απονέμοντα, επι του οποίου υπολογίζονται όλες οι προσαυξήσεις (απολύτου αναπηρίας, οικογενειακά επιδόματα, κλπ). Το συνολικό ποσό σύνταξης αυξάνεται με το ίδιο ποσοστό που θα αυξάνονται οι συντάξεις του οργανισμού αυτού. Στην περίπτωση που είναι μικρότερο του κατωτάτου ορίου σύνταξης του απονέμοντα οργανισμού, τότε καταβάλλεται στο συνταξιούχο το κατώτερο όριο σύνταξης αυτού.
 
2α) Όταν οι συνυπολογιζόμενοι χρόνοι διαδοχικής ασφάλισης έχουν διανυθεί σε φορείς ασφάλισης μισθωτών, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία κάθε συμμετέχοντα οργανισμού όπως ισχύουν, επικαιροποιημένες από τον απονέμοντα Οργανισμό με βάση τον μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
 
β) Οι συμμετέχοντες οργανισμοί μισθωτών υποχρεούνται να διαβιβάζουν βεβαίωση για το χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, τις αποδοχές του ασφαλισμένου των χρονικών περιόδων που προβλέπεται από τις νομοθεσίες τους, το εκάστοτε ισχύον ανώτατο όριο αποδοχών καθώς επίσης και τα ποσά σύνταξης που σύμφωνα με την νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο, όπου αυτό προβλέπεται.
Η βεβαίωση αυτή αποτελεί εκτελεστή πράξη της διοίκησης και υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα.
 
4. Το τμήμα του ποσού της σύνταξης που αναλογεί στον συμμετέχοντα και υπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 1405/1983 όπως ισχύει, και το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 69 του ν. 2084/1992.
Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ' επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 3% για κάθε χρόνο που υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση των προβλεπομένων ορίων ηλικίας.
 
6. Χρόνος ασφάλισης ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση είναι ο χρόνος που υπολογίζεται για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του οργανισμού στον οποίο διανύθηκε και εφόσον έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές, που αντιστοιχούν στον χρόνο αυτόν μαζί με τα τυχόν πρόσθετα τέλη ή έχει ρυθμισθεί με διάταξη νόμου η καταβολή τους σε δόσεις μέχρι και την ημέρα πριν από την έκδοση της απόφασης συνταξιοδότησης του οργανισμού ο οποίος απονέμει τη σύνταξη.
 
10. Για τους Οργανισμούς Επικουρικής Ασφάλισης εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. δ. 4202/1961 και του άρθρου 11 του ν. 1405/1983 όπως αυτές ισχύουν.
Οι αποδοχές επι των οποίων θα υπολογίζεται η σύνταξη θα είναι αυτές που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του, επικαιροποιημένες σύμφωνα με τον μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
 
11β) Οι ασφαλισμένοι φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση περισσοτέρων του ενός φορέων ασφάλισης, υποχρεούνται εντός έξι (6) μηνών από την ισχύ της διάταξης αυτής να ζητήσουν από τους προηγούμενους ασφαλιστικούς τους φορείς τη σύνταξη των αντίστοιχων δελτίων χρόνου ασφάλισης και την αποστολή τους στον τελευταίο ασφαλιστικό οργανισμό, το οποίο θα συμπληρώνεται και τηρείται σε κάθε επόμενη αλλαγή φορέα.
 
12) Προς εφαρμογή του παρόντος άρθρου και όπου απαιτείται, εκπονείται από την Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανατίθεται η εκπόνηση της ειδικής μηχανογραφικής εφαρμογής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
            Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και τα εδάφια της παρ.3 του άρθρου 11 του ν. 1405/1983 όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 του ν. 1539/1985, το άρθρο 15 του ν. 1902/90 και το άρθρο  18 του ν. 2079/1992, παύουν να ισχύουν για τους φορείς κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη της παρ.3 του παρόντος άρθρου.
Εξακολουθούν να ισχύουν τα δύο τελευταία εδάφια της παρ.3 του άρθρου 11 του ν. 1405/1983 τα οποία προστέθηκαν με το άρθρο 69 του ν. 2084/92.
Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ.4202/1961 όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 1405/1983 εξακολουθούν να εφαρμόζονται:
α) Σε ασφαλισμένους οι οποίοι μέχρι και την 31.12.1978 είχαν υπαχθεί διαδοχικά στην ασφάλιση δύο ή περισσοτέρων οργανισμών που ασφαλίζουν μισθωτούς ή αυτοτελώς απασχολουμένους και
β) Σε ασφαλισμένους που ασφαλίστηκαν μεν διαδοχικά για πρώτη φορά από 1.1.1979 και μετά, από φορέα ασφάλισης μισθωτών σε άλλο φορέα ασφάλισης μισθωτών, παρέμειναν όμως απασχολούμενοι στον ίδιο εργοδότη, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2556/1997.
 
14) Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Είναι δυνατή η επανυποβολή νέας αίτησης για να κριθεί το δικαίωμα συνταξιοδότησης με τις διατάξεις του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από τον επόμενο μήνα της υποβολής της νέας αίτησης.
 
15) Οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 1902/1990 ισχύουν για το ΝΑΤ, Οίκο Ναύτου και γενικά τους εργαζομένους επί πλοίων. Εκκρεμείς περιπτώσεις θα επανεξετασθούν σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, και 3  του άρθρου 2 του ν. 4202/1961 'όπως ισχύουν. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν  από την πρώτη του μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού.
 
Συμμετοχή των οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης
 
1.                  Η συμμετοχή στη δαπάνη της συνταξιοδότησης για τους συμμετέχοντες φορείς γίνεται ως εξής:
Το τμήμα σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στον συμμετέχοντα φορέα όπως αυτό προσδιορίστηκε από τις διατάξεις του άρθρου 1 του παρόντος , πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των καταβαλλομένων συντάξεων ετησίως και το ποσό που προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί έναν αναλογιστικό συντελεστή, ο οποίος εκφράζει το εφάπαξ ποσό που ισούται με την παρούσα αξία σύνταξης μιας νομισματικής μονάδας , που καταβάλλεται εφόρου ζωής στον ασφαλισμένο και στους δικαιούχους του, η δε τιμή του καθορίζεται από την ηλικία του ασφαλισμένου και την αιτία συνταξιοδότησης. Σε περίπτωση χορήγησης κατωτάτων ορίων σύνταξης το ποσό της σύνταξης επιμερίζεται ανάλογα με το ποσό του τμήματος σύνταξης που έχει υπολογιστεί για  κάθε φορέα.
Ο αναλογιστικός συντελεστής καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύστερα από σχετική εκτίμηση της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών.
Ο ανωτέρω αναλογιστικός συντελεστής μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Ο παραπάνω τρόπος διακανονισμού δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των μη οριστικών συντάξεων αναπηρίας. Στην περίπτωση αυτή το ποσό της συμμετοχής καθορίζεται από το γινόμενο της σύνταξης αναπηρίας που αντιστοιχεί στον συμμετέχοντα φορέα και των μηνών καταβολής αυτής στους οποίους προστίθεται και οι μήνες που αντιστοιχούν στα Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, και Επιδόματος Άδειας.
Στην περίπτωση προσωρινών συντάξεων αναπηρίας δεν μεταφέρεται ο χρόνος στον αναμένονται φορέα με εφαρμοζόμενων των διατάξεων της παραγ.4 του άρθρου αυτού.
 
2.         Εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους υπολογίζεται από καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό τα ποσά που οφείλουν να του καταβάλουν οι άλλοι οργανισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
Η διαφορά των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων είναι το ποσό που οφείλει να καταβάλει ο κάθε οργανισμός.
 
3.         Το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις προηγούμενες παραγράφους, 1 και 2, αποδίδεται από τον υπόχρεο ασφαλιστικό οργανισμό στους οργανισμούς στους οποίους οφείλεται είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις, η τελευταία των οποίων θα είναι μέχρι το τέλος του έτους εντός του οποίου γνωστοποιείται η οφειλή. Σε περίπτωση καθυστέρησης της απόδοσης του ποσού της συμμετοχής ή δόσης αυτού, τα καθυστερούμενα ποσά επιβαρύνονται με πρόσθετα τέλη ίσα προς αυτά που επιβάλλονται από τον οργανισμό στον οποίο οφείλονται τα καθυστερούμενα σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και εισπράττονται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη νομοθεσία του οργανισμού αυτού για την αναγκαστική είσπραξη των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών.
 
4.         Μετά τον ανωτέρω διακανονισμό παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον οργανισμό που απονέμει τη σύνταξη.
Ο ασφαλισμένος των παραπάνω οργανισμών, θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του οργανισμού απονέμει τη σύνταξη από την ημέρα που αρχίζει η καταβολή της σύνταξής του.
Από την ίδια μέρα παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον ασφαλισμένο τους και δεν είναι πλέον δυνατή η αποδέσμευση του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση των οργανισμών αυτών.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγρ.2 του άρθρου 10 του ν. 825/1978, και της παρ.2 του άρθρου 2 του ν. 3029/2002 ο χρόνος ασφάλισης όλων των οργανισμών ο οποίος λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, λογίζεται για τον εφεξής χρόνο ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού που απένειμε τη σύνταξη.
 
5.                  Η ισχύς των παραγράφων 1,2,3, και 4 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1-1-2004.

Ήδη το Διοικητικό Συμβούλιο έστειλε επιστολή στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία ζητά για μια ακόμα φορά να συμπεριληφθεί και να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά η περίπτωση των συναδέλφων που προέρχονται από συγχωνευόμενες Εταιρίες.

Θα σας κρατάμε ενήμερους για κάθε εξέλιξη.

                                                                                    Συναδελφικά
                                                                                         Το Δ.Σ.