20 Ιαν 2004

Το πλήρες κείμενο της τροπολογίας για την διαδοχική ασφάλιση

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Στο σχέδιο νόμου "Θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις"
 
ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ




Άρθρο 1
Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης.

Με το νομοθετικό διάταγμα 4202/1961 ρυθμίστηκε κατά τρόπο πλήρη η συνέχεια της ασφαλιστικής σχέσης κατά την μεταβολή του ασφαλιστικού φορέα και τέθηκαν βασικοί κανόνες προσδιορισμού του αρμόδιου για την απονομή της σύνταξης οργανισμού, τον τρόπο καθορισμού του ποσού της σύνταξης και τον διακανονισμό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων των ασφαλιστικών οργανισμών.

Οι προσπάθειες ορθολογισμού και λειτουργικότητας του θεσμού της διαδοχικής ασφάλισης συνεχίστηκαν με τροποποιήσεις του ανωτέρω ν.δ/τος με τους νόμους 1405/1983, 1539/1985, 1902/1990 και 2084/1992, οι οποίοι θέσπισαν σημαντικές καινοτομίες και αντιμετώπισαν ουσιαστικά προβλήματα του θεσμού.

Παρά το συντονιστικό χαρακτήρα του θεσμού, η πολλαπλότητα των φορέων που συγκροτούν την ελληνική κοινωνικοασφαλιστική πραγματικότητα, η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας που διέπει την Κοινωνική Ασφάλιση, οι διαφορετικές προϋποθέσεις θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τον καθένα οργανισμό, η καθιέρωση δύο τρόπων υπολογισμού του ποσού σύνταξης ανάλογα με την κατηγορία των φορέων και την χρονική υπαγωγή σ' αυτούς, η άνιση κατανομή των οικονομικών βαρών της σύνταξης μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων, έγιναν αιτία εμφάνισης νέων προβλημάτων όπως:
Διοικητικές δυσλειτουργίες και γραφειοκρατικές διαδικασίες μεταξύ των αρμοδίων οργανισμών, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση έκδοσης των συνταξιοδοτικών αποφάσεων, ανισότητες και αδικίες ως προς το ύψος των παροχών, οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν μεταξύ των φορέων ως προς τις Επιβαρύνσεις τους με τον ισχύοντα τρόπο διακανονισμού.

Με δεδομένα τα ανωτέρω προβλήματα της διαδοχικής ασφάλισης ετέθησαν τρεις στόχοι για την αλλαγή του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου:
  1. απλούστευση της διοικητικής διαδικασίας,
  2. άρση των αδικιών και των ανισοτήτων και
  3. βελτίωση των καταβαλλομένων ποσών συντάξεων.

Μετά από ενδελεχή έρευνα από επιτροπή που συνεστήθη στη Γ.Γ.Κ.Α. για να μελετήσει το θέμα αυτό (Υπουργική Απόφαση Α.Π. Φ. οικ.11154/514/12-5-2003) και ενασχόληση των υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου και ασφαλιστικών οργανισμών, προκειμένου να επιτευχθούν οι τιθέμενοι στόχοι, να απλουστευθούν οι διαδικασίες και να συντομευθεί ο χρόνος απονομής της σύνταξης προτείνεται ένα συντονιστικό, μεικτό σύστημα των ισχυόντων κανόνων των ασφαλιστικών φορέων.

Με το ακόλουθο σύστημα απαλλάσσεται ο πολίτης από την χρονοβόρο διαδικασία του υπολογισμού των τμημάτων σύνταξης από τους συμμετέχοντες οργανισμούς και των τριών τρόπων υπολογισμού των τμημάτων της σύνταξης και ορίζεται ο απονέμων φορέας υπεύθυνος να υπολογίζει τόσο το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισής του, όσο και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης του συμμετέχοντα οργανισμού και να απονέμει το συνολικό ποσό της σύνταξης στον ασφαλισμένο.

Για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης λαμβάνεται υπόψη η νομοθεσία του κάθε οργανισμού και τα ποσοστά αναπλήρωσης τα οποία είναι διαφορετικά σε κάθε οργανισμό. Εξισορρόπηση των ποσοστών αναπλήρωσης επέρχεται με σταδιακή εναρμόνιση από το 2008 και αυτό στα ταμεία μισθωτών και όχι στα αυτοτελώς απασχολουμένων, στα οποία λόγω της φύσεως της εργασίας, της δομής του ασφαλιστικού συστήματος, το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών και κυρίως τη διμερή και όχι τριμερή χρηματοδότηση, προβλέπονται μεγαλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης προκειμένου να αποδίδονται ικανοποιητικά ποσοστά συντάξεων.

Οι αποκλίσεις αυτές αμβλύνονται στους νέους ασφαλισμένους και το σύστημα επί διαδοχικής ασφάλισης εξισορροπείται με το δεδομένο του ενιαίου ποσοστού αναπλήρωσης 2% για όλους τους εργαζόμενους.

Το νέο σύστημα διαδοχικής ασφάλισης επιχειρεί να συγκεράσει την διαδικαστική απλούστευση και την εξασφάλιση ικανοποιητικών τμημάτων σύνταξης, που να ανταποκρίνεται στη νομοθεσία του κάθε οργανισμού. Συγχρόνως προβλέπεται Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης για έγκαιρη βεβαίωση και γνωστοποίηση του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης σε όλους τους Οργανισμούς και μηχανοργάνωση του συστήματος απονομής συντάξεων με διαδοχική ασφάλιση, όπου απαιτείται.

Ειδικότερα:
1.                  Με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού επιδιώκεται, από 1/1/2004, η θέσπιση ενός ενιαίου τρόπου υπολογισμού του ποσού της σύνταξης για όλους τους διαδοχικά ασφαλισμένους, που έχουν υπαχθεί σε φορείς κύριας ασφάλισης και που θα διενεργείται από τον απονέμοντα φορέα χωρίς την εμπλοκή των συμμετεχόντων, ώστε να μειωθεί η γραφειοκρατία και να περιορισθούν οι καθυστερήσεις στην έκδοση συνταξιοδοτικών αποφάσεων.

Με τον τρόπο αυτό ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης σύμφωνα με τη νομοθεσία του με διασφάλιση καταβολής του τμήματος κατωτάτου ορίου και του ποσού που δικαιούται ο ασφαλισμένος όταν θεμελιώνει αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα και ταυτόχρονα ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει και το ποσό της σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης των συμμετεχόντων οργανισμών. Ο υπολογισμός του τμηματικού ποσού της σύνταξης των συμμετεχόντων οργανισμών θα καθορίζεται με συντελεστές, οι οποίοι είναι 2% για Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., Ο.Γ.Α., και Τ.Σ.Α., σε 2,85% για Τ.Α.Ε., σε 3% για Τ.Ε.Β.Ε. και σε 2,286% για Δημόσιο και τους λοιπούς φορείς ασφάλισης μισθωτών και αυτοτελώς απασχολουμένων για κάθε έτος ασφάλισης επί των επικαιροποιημένων συνταξίμων αποδοχών. Με την καθιέρωση των συντελεστών και την επικαιροποίηση των συνταξίμων αποδοχών επιδιώκεται η εξασφάλιση ικανοποιητικών τμημάτων σύνταξης, που ανταποκρίνονται στο χρόνο ασφάλισης, στις εισφορές και στο ποσοστό αναπλήρωσης που προβλέπει η νομοθεσία κάθε οργανισμού.

Έτσι, με τον υπολογισμό της σύνταξης που αντιστοιχεί στον χρόνο ο οποίος διανύθηκε διαδοχικά στα διάφορα ταμεία βάσει συντελεστών ξεχωριστών για κάθε φορέα, είτε αυτός είναι φορέας μισθωτών ή αυτοτελώς απασχολούμενων και με συντάξιμες αποδοχές για τους μισθωτούς αυτές που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά τον χρόνο διακοπής της ασφάλισής του σ' αυτούς, επικαιροποιημένες βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, επιδιώκεται να βελτιωθούν τα ποσά της σύνταξης που θα καταβάλλονται στον ασφαλισμένο σε σύγκριση με το ισχύον καθεστώς.

2.                  Με την παράγραφο 3, όταν οι συμμετέχοντες οργανισμοί είναι αυτοτελώς απασχολουμένων, δίδεται στον ασφαλισμένο η δυνατότητα επανυπολογισμού του ποσού της σύνταξης με τις διατάξεις του καταργούμενου άρθρου 11 του ν.1405/83 και καταβολή του συμφερότερου γι' αυτόν ποσού σύνταξης.

3.                  Με την παράγραφο 4 εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 69 του ν.2084/92, με εναλλακτική δυνατότητα ταυτόχρονης καταβολής του ποσού του συμμετέχοντα, μειωμένου κατά 3% για κάθε χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από το προαναφερόμενο άρθρο.

4.                  Με την παράγραφο 5 ορίζονται οι αποδοχές επί των οποίων θα υπολογίζεται το τμήμα σύνταξης του απονέμοντα οργανισμού όταν αυτός είναι προηγούμενος του τελευταίου φορέα.

5.                  Με τις παραγράφους 6 και 7 ορίζεται ποιος χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση και ο τρόπος εξόφλησης των οφειλομένων εισφορών.

6.                  Με την παράγραφο 8 καταργείται ο ισχύον τρόπος υπολογισμού της σύνταξης των διαδοχικά ασφαλισμένων στον O.Γ.A., που οριζόταν από τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν.2458/97, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 8 του v.3050/2002 και εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου αυτού και στον Ο.Γ.Α. με υποχρέωση των απονεμόντων οργανισμών να προσθέτουν συνολικό ποσό σύνταξης και τη βασική σύνταξη που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις του Ο.Γ.Α.

Επιπλέον, ρυθμίζεται το καθεστώς με το οποίο θα κρίνονται οι εκκρεμείς περιπτώσεις.

7.                  Με την παράγραφο 9 ορίζεται ότι, όταν συμμετέχων οργανισμός είναι το Τ.Ε.Β.Ε., το ποσό της σύνταξής του προσαυξάνεται και με το τμήμα του βασικού ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του.

8.                  Με την παράγραφο 10 καθιερώνεται για κάθε διαδοχικά ασφαλιζόμενο πρόσωπο, η τήρηση Δελτίου Διαδοχικής Ασφάλισης σε Οργανισμούς Κύριας και Επικουρικής ασφάλισης με σκοπό την έγκαιρη βεβαίωση και γνωστοποίηση του χρόνου ασφάλισης των διαδοχικά ασφαλισμένων, προκειμένου να συντομευθεί η διαδικασία της απονομής της σύνταξής τους.

9.                  Με την παράγραφο 11 ορίζεται ότι για το σύνολο των ασφαλιστικών οργανισμών εκπονείται ειδική μηχανογραφική εφαρμογή.

10.             Με την παράγραφο 12 ορίζεται ότι καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 11, όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίηση τους από το άρθρο 15 του ν.1902/90 και ότι εξακολουθεί να ισχύει ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.1405/1983.

11.             Με την παράγραφο 13 ρυθμίζεται το καθεστώς με το οποίο θα κρίνονται οι εκκρεμείς περιπτώσεις.

12.             Με την παράγραφο 14 ορίζεται ότι εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τους οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ.4202/61 και του άρθρου 11 του ν.1405/83, όπως αυτές ισχύουν, με θέσπιση των αποδοχών επί των οποίων θα υπολογίζεται η σύνταξη.

13.             Με την παράγραφο 15 ορίζεται ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν.1902/90 περί καθορισμού του αρμόδιου φορέα για την κρίση της αρμοδιότητας και στο Ν.Α.Τ.




Άρθρο 2
Συμμετοχή των οργανισμών στη δαπάνη της συνταξιοδότησης


Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού τίθεται σε νέα βάση το θέμα των απαιτήσεων και υποχρεώσεων των Ασφαλιστικών Οργανισμών που μετέχουν στη δαπάνη συνταξιοδότησης των διαδοχικά ασφαλισμένων.

Ο ισχύον τρόπος διακανονισμού των βαρών της σύνταξης μεταξύ των εμπλεκομένων οργανισμών, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική οικoνoμική επιβάρυνση του απονέμοντα οργανισμού και δημιούργησε σοβαρά οικονομικά προβλήματα μεταξύ των συμμετεχόντων φορέων.
Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 2, επιδιώκεται δικαιότερη κατανομή των οικονομικών βαρών της σύνταξης μεταξύ των συμμετεχόντων οργανισμών.

Ειδικότερα:
1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού καθορίζεται ο τρόπος της κατανομής του ποσού της σύνταξης μεταξύ των εμπλεκομένων οργανισμών με πλεονέκτημα να κατανέμονται κατά τον δικαιότερο δυνατό τρόπο τα εκ της συντάξεως βάρη.

2. Με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 ορίζεται η απόδοση των οφειλομένων ποσών στον απονέμοντα οργανισμό και ο χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να αποδίδονται.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 4 ορίζεται ότι από την ημερομηνία καταβολής της σύνταξης, ο ασφαλισμένος θεωρείται συνταξιούχος του απονέμοντα τη σύνταξη οργανισμού.







ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
 
 
 
 
Άρθρο 1
Διατάξεις περί Διαδοχικής ασφάλισης


1. Από 1-1-2004 ΟΙ ασφαλιστικοί φορείς κύριας ασφάλισης που κρίνονται απονέμοντες οργανισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του νδ.4202/1961 όπως αυτές ισχύουν, υπολογίζουν και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στους συμμετέχοντες. Ο υπολογισμός των τμηματικών ποσών του απονέμοντος και των συμμετεχόντων, γίνεται ως εξής:

α) Ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει με τα αρμόδια όργανα του το ποσό της σύνταξης που κατά την νομοθεσία που τον διέπει αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου που πραγματοποιήθηκε διαδοχικά και προσδιορίζει το τμήμα που αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του.

β) Ο ίδιος οργανισμός υπολογίζει και το ποσό της σύνταξης του συμμετέχοντα που σύμφωνα με τη νομοθεσία του αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής του σε ποσοστό επί τοις εκατό των συνταξίμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι 35 έτη ασφάλισης.

γ) Τα ποσοστά καθορίζονται σε 2% για Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., O.Γ.A. και Ο.Α.Ε.Ε. (Τ.Σ.Α.), σε 2,85 % για το Ο.Α.Ε.Ε.Ε. (Τ.Α.Ε.), σε 3% για το Ο.Α.Ε.Ε. (Τ.Ε.Β.Ε.) και σε 2,286% για το Δημόσιο και τους λοιπούς φορείς ασφάλισης μισθωτών και αυτοτελώς απασχολουμένων.

δ) Τα προσδιοριζόμενα τμήματα σύνταξης σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα του τμήματος του κατωτάτου ορίου σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης ή του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό με βάση το χρόνο και μόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, εφόσον με το χρόνο αυτό, θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις διατάξεις των οργανισμών αυτών χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια σύνταξης.

ε) Το άθροισμα των τμημάτων της σύνταξης αποτελεί το συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται στο δικαιούχο από τον απονέμοντα τη σύνταξη Οργανισμό και θα αυξάνεται με το ίδιο ποσοστό που θα αυξάνονται οι συντάξεις του οργανισμού αυτού. Αν το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο του κατωτάτου ορίου σύνταξης του απονέμοντα οργανισμού, τότε καταβάλλεται στο συνταξιούχο το κατώτερο όριο σύνταξης αυτού.

2. α) Όταν οι συνυπολογιζόμενοι χρόνοι διαδοχικής ασφάλισης έχουν διανυθεί σε φορείς ασφάλισης μισθωτών, οι συντάξιμες αποδοχές, του χρόνου διακοπής της ασφάλισης, οι οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία κάθε συμμετέχοντα οργανισμού, όπως ισχύουν, αναπροσαρμόζονται από τον απονέμοντα Οργανισμό με βάση τον μέσο Ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από τη διακοπή της ασφάλισης μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση.

β) Οι συμμετέχοντες οργανισμοί μισθωτών υποχρεούνται να διαβιβάζουν στον απονέμοντα οργανισμό, βεβαίωση για το χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, τις συντάξιμες αποδοχές των χρονικών περιόδων που προβλέπονται από τις νoμoθεσίες τους, το εκάστοτε ισχύον ανώτατο όριο αποδοχών, καθώς επίσης και τα ποσά σύνταξης που σύμφωνα με την νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο, όπου αυτό προβλέπεται. Η βεβαίωση αυτή αποτελεί εκτελεστή πράξη της διοίκησης και υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα.

γ) Όταν συμμετέχοντες οργανισμοί είναι οργανισμοί αυτοτελώς απασχολουμένων γνωστοποιούν στον απονέμοντα τις κατηγορίες στις οποίες ασφαλίστηκε ο ασφαλισμένος και τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους που κατέβαλε εισφορές, όπως αυτές ισχύουν, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και υπολογίζεται η μέση τιμή των εισφορών αυτών ανάλογα με το χρόνο που διανύθηκε σε κάθε κατηγορία. Το ποσό αυτό μετατρέπεται σε αποδοχές βάσει των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου για τον Κλάδο Κύριας σύνταξης του Ι.Κ.Α. που ισχύουν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του στο φορέα αυτό. Όταν ο χρόνος ασφάλισης διακόπτεται μέχρι και την προηγουμένη της 1ης/3/1976, το ποσοστό ασφαλίστρου καθορίζεται ενιαία σε 12,75%. Σε περίπτωση που η σύνταξη υπολογίζεται με βάση μισθό Δημοσίου Λειτουργού ή βασικό ποσό, η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει των ποσών που ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Επίσης γνωστοποιούν και τα ποσά σύνταξης, που σύμφωνα με τη νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο σύνταξης.

3. Όταν συμμετέχων φορέας είναι φορέας αυτοτελώς απασχολουμένων ο ασφαλισμένος δύναται με αίτησή του να ζητήσει τον υπολογισμό της σύνταξής του και με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.1405/83 όπως ισχύουν. Μετά τον επανυπολογισμό της σύνταξης και εφόσον προκύπτει διαφορά υπέρ του ασφαλισμένου, η διαφορά αυτή καταβάλλεται αναδρομικά από την ημερομηνία συνταξιοδότησής του.

4. Το τμήμα του ποσού της σύνταξης που αναλογεί στον συμμετέχοντα και υπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.1405/1983 όπως ισχύει και τα οποία προστέθηκαν με το άρθρο 69 του ν.2084/1992.

Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ'επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 3% για κάθε χρόνο που υπολείπεται, μέχρι την συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 ν.2084/1992 ορίων ηλικίας.

5.                  Αν ο απονέμων φορέας μισθωτών είναι προηγούμενος του τελευταίου οργανισμού, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών του ασφαλισμένου που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κάθε οργανισμού αναπροσαρμοσμένες με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο για το οποίο ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000), κατά περίπτωση.

6.                  Χρόνος ασφάλισης ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση είναι ο χρόνος που υπολογίζεται για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του οργανισμού στον οποίο διανύθηκε και εφόσον έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές, που αντιστοιχούν στο χρόνο αυτόν μαζί με τα τυχόν πρόσθετα τέλη ή έχει ρυθμιστεί με διάταξη νόμου η καταβολή τους σε δόσεις μέχρι και την ημέρα πριν από την έκδοση της απόφασης συνταξιοδότησης του οργανισμού, ο οποίος απονέμει τη σύνταξη.

7.                  Σε περίπτωση που έχει ρυθμιστεί η καταβολή οφειλομένων εισφορών και των πρόσθετων τελών σε δόσεις, όπως ορίζεται από γενικές ή ειδικές διατάξεις του οικείου φορέα, ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη παρακρατεί κάθε μήνα τμήμα αυτής, ίσο με το ποσό κάθε δόσης και το συνολικό ποσό των οφειλομένων εισφορών και πρόσθετων τελών εκπίπτει από το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης, όπως προσδιορίζεται το τμήμα της σύνταξης σύμφωνα με τα ανωτέρω.

8.                  Στο συνολικό ποσό της σύνταξης διαδοχικά ασφαλισμένων του Ο.Γ.Α. και ανεξάρτητα αν ο Ο.Γ.Α. είναι ο απονέμων ή συμμετέχων οργανισμός προστίθεται το ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής που προβλέπεται από το ν.4169/1961 και το ν.δ.4575/1966 (Φ.Ε.Κ. 227Α'), όπως ισχύουν. Η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.3050/2002 και το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν.2458/97 καταργείται. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης με δυνατότητα του ασφαλισμένου να ζητήσει με νεότερη αίτηση την κρίση του δικαιώματός του με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

9.                  Όταν ο συμμετέχων φορέας είναι ο Ο.Α.Ε.Ε. (Τ.Ε.Β.Ε.) το ποσό της σύνταξης προσαυξάνεται και με το τμήμα του βασικού ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του.

10.             α) Για κάθε διαδοχικά ασφαλιζόμενο πρόσωπο τηρείται Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης σε κύριους και επικουρικούς φορείς, με εξαίρεση το Δημόσιο το οποίο τηρεί πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών.

Σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης λόγω αλλαγής ασφαλιστικού φορέα, ο ασφαλισμένος υποβάλλει αίτηση για σύνταξη Δελτίου Ασφάλισης στον πρώτο οργανισμό, στον οποίο και γνωστοποιεί τον νέο φορέα ασφάλισής του.

Το καθ' ύλην αρμόδιο όργανο του ασφαλιστικού οργανισμού υποχρεούται μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης να συντάξει το παραπάνω Δελτίο, το οποίο επέχει θέση απόφασης υποκείμενης σε όλα τα κατά το νόμο προβλεπόμενα ένδικα μέσα.

Το Δελτίο με ευθύνη του ασφαλιστικού οργανισμού αποστέλλεται στον νέο οργανισμό ασφάλισης και στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος υποχρεούται να τηρεί αυτό μέχρι τη συνταξιοδότησή του.

Η διαδικασία αυτή ακολουθείται σε κάθε περίπτωση αλλαγής ασφαλιστικού φορέα ή βεβαίωσης επιπλέον χρόνου ασφάλισης από προηγούμενο φορέα.

Σε κάθε νέο φορέα αποστέλλεται το σύνολο των Δελτίων των προηγούμενων φορέων.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να επιμελείται και ο ίδιος για την αποστολή του Δελτίου του από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και να τηρεί επικυρωμένο αντίγραφο.

Με Υπουργική Απόφαση, μετά από γνώμη των Δ.Σ. των Ι.Κ.Α., Ο.Α.Ε.Ε., Ο.Γ.Α., και Ν.Α.Τ., καθορίζεται ο τρόπος τήρησης του Δελτίου σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή, ή και τα δύο, ο τύπος, τα ατομικά και ασφαλιστικά στοιχεία και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια που κρίνεται αναγκαία για την υλοποίηση των ανωτέρω.

β) Οι ασφαλισμένοι φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση περισσοτέρων του ενός φορέων ασφάλισης, υποχρεούνται εντός έξι (6) μηνών από την ισχύ της διάταξης αυτής να ζητήσουν από τους προηγούμενους ασφαλιστικούς τους φορείς τη σύνταξη των αντιστοίχων δελτίων χρόνου ασφάλισης και την αποστολή τους στον τελευταίο ασφαλιστικό οργανισμό, το οποίο θα συμπληρώνεται και τηρείται σε κάθε επόμενη αλλαγή φορέα.

γ) Στις περιπτώσεις που στον τελευταίο φορέα διαπιστώνεται η έλλειψη των όρων της κρίσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και διαβιβάζεται η αίτηση στους προηγούμενους φορείς, από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο διαβίβασης της αίτησης, στο Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης αναγράφονται, εκτός του χρόνου ασφάλισης, οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών και τα ποσά που αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο σύνταξης.

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και από τους λοιπούς φορείς, όταν διαπιστώνεται ότι δεν είναι αρμόδιοι για την απονομή της σύνταξης.

Όλα τα αναγραφόμενα στοιχεία λαμβάνονται υπόψη από τον απονέμοντα οργανισμό για τον υπολογισμό των ποσών της σύνταξης.

11. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και όπου απαιτείται, εκπονείται από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων ειδική μηχανογραφική εφαρμογή. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανατίθεται η εκπόνηση ειδικής μηχανογραφικής εφαρμογής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Με την ίδια ανωτέρω Υπουργική Απόφαση δύναται να ρυθμίζονται συναφή θέματα και λεπτομέρειες αναγκαίες για την ενιαία εφαρμογή της μηχανογραφικής εφαρμογής στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.

12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν.1405/1983 όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 του ν.1539/1985, το άρθρο 15 του ν.1902/90 και το άρθρο 18 του ν.2079/1992, παύουν να ισχύουν για τους φορείς κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου αυτού.

Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ.4202/1961, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.1405/1983 εξακολουθούν να εφαρμόζονται:
α) Σε ασφαλισμένους οι οποίοι μέχρι και την 31-12-1978 είχαν υπαχθεί διαδοχικά στην ασφάλιση δυο ή περισσοτέρων οργανισμών που ασφαλίζουν μισθωτούς ή αυτοτελώς απασχολουμένους και
β) Σε ασφαλισμένους που ασφαλίστηκαν μεν διαδοχικά για πρώτη φορά από 1-1-1979 και μετά από φορέα ασφάλισης μισθωτών σε άλλο φορέα ασφάλισης μισθωτών, παρέμειναν όμως απασχολούμενοι στον ίδιο εργοδότη, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2556/1997.

Αν ο απονέμων οργανισμός είναι προηγούμενος του τελευταίου, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών του ασφαλισμένου που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του, αναπροσαρμοσμένες με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο για το οποίο ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατά περίπτωση.

13. Για τους Οργανισμούς: Επικουρικής Ασφάλισης, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του v.δ.4202/1961 και του άρθρου 11 του ν.1405/1983, όπως αυτές ισχύουν.

Οι αποδοχές επί των οποίων θα υπολογίζεται η σύνταξη, θα είναι αυτές που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του, αναπροσαρμοσμένες σύμφωνα με τον μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

14. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Είναι δυνατή η επανυποβολή νέας αίτηση για να κριθεί το δικαίωμα συνταξιοδότησης με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από τον επόμενο μήνα της υποβολής της νέας αίτησης.

15. Οι διατάξεις των παρ. 1,2,3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ.4202/1961, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν.1405/1983 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 14 του ν.1902/1990, ισχύουν για το Ν.Α.Τ., Οίκο Ναύτου και γενικά για τους εργαζoμένoυς επί πλοίων. Εκκρεμείς περιπτώσεις θα επανεξεταστούν σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ν.4202/1961, όπως ισχύουν. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού.








Άρθρο 2
Συμμετοχή των οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης


1. Η συμμετοχή στη δαπάνη της συνταξιοδότησης για τους συμμετέχοντες φορείς γίνεται ως εξής:

α) Το τμήμα σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στον συμμετέχοντα φορέα, όπως αυτό προσδιορίσθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των καταβαλλομένων συντάξεων ετησίως και το ποσό που προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί έναν αναλογιστικό συντελεστή, ο οποίος εκφράζει το εφάπαξ ποσό που ισούται με την παρούσα αξία σύνταξης μιας νομισματικής μονάδας, που καταβάλλεται εφόρου ζωής στον ασφαλισμένο και στους δικαιούχους του, η δε τιμή του καθορίζεται από την ηλικία του ασφαλισμένου και την αιτία συνταξιοδότησης. Σε περίπτωση χορήγησης κατωτάτων ορίων σύνταξης, το ποσό της σύνταξης επιμερίζεται ανάλογα με το ποσό του τμήματος σύνταξης που έχει υπολογισθεί για κάθε φορέα.

Ο συντελεστής του προηγούμενου εδαφίου προκύπτει από τους πίνακες 1 έως και 7 τoυ άρθρου 3 του νόμου αυτού.

Ο ανωτέρω αναλογιστικός συντελεστής μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

β) Ο παραπάνω τρόπος διακανονισμού δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των μη οριστικών συντάξεων αναπηρίας. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της συμμετοχής καθορίζεται από το γινόμενο της σύνταξης αναπηρίας που αντιστοιχεί στον συμμετέχοντα φορέα και των μηνών καταβολής αυτής στους οποίους προστίθενται και οι μήνες που αντιστοιχούν στα Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και Επιδόματος Αδείας. Στην περίπτωση προσωρινών συντάξεων αναπηρίας δεν μεταφέρεται ο χρόνος στον απονέμοντα φορέα μη εφαρμοζόμενων των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου αυτού.

2. Εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους υπολογίζεται από καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό τα ποσά που οφείλουν να του καταβάλλουν οι άλλοι οργανισμοί, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.

Η διαφορά των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων, είναι το ποσό που οφείλει να καταβάλλει ο κάθε οργανισμός.

3. Το ποσό συμμετoxής στη δαπάνη συνταξιοδότησης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις προηγούμενες παραγράφους 1 και 2, αποδίδεται από τον υπόχρεο ασφαλιστικό οργανισμό στους οργανισμούς στους οποίους οφείλεται είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις, η τελευταία των οποίων θα είναι μέχρι το τέλος του έτους εντός του οποίου γνωστοποιείται η οφειλή. Σε περίπτωση καθυστέρησης της απόδοσης του ποσού της συμμετοχής ή δόσης αυτού, τα καθυστερούμενα ποσά επιβαρύνονται με πρόσθετα τέλη ίσα προς αυτά που επιβάλλονται από τον οργανισμό στον οποίον οφείλονται τα καθυστερούμενα σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και εισπράττονται σύμφωνα με τα. οριζόμενα από τη νομοθεσία του οργανισμού αυτού για την αναγκαστική είσπραξη των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών.

4. Μετά τον ανωτέρω διακανονισμό παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον οργανισμό που απονέμει τη σύνταξη.

Ο ασφαλισμένος των παραπάνω οργανισμών, θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του οργανισμού που απονέμει τη σύνταξη από την ημέρα που αρχίζει η καταβολή της σύνταξής του.

Από την ίδια μέρα παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον ασφαλισμένο τους και δεν είναι πλέον δυνατή η αποδέσμευση του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση των οργανισμών αυτών.

Επιφυλασσόμενων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν.825/1978, και της παρ. 2 του άρθρου 2 του v.3029/2002 ο χρόνος ασφάλισης όλων των οργανισμών ο οποίος λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, λογίζεται για τον εφεξής χρόνο ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού που απένειμε τη σύνταξη.

Στις περιπτώσεις υπολογισμού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.1405/83, ο απονέμων οργανισμός κατανέμει το ποσό της σύνταξης, η οποία έχει υπολογισθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του και το συνολικό χρόνο ασφάλισης, μεταξύ των οργανισμών στους οποίους ασφαλίστηκε διαδοχικά ο ασφαλισμένος, ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί στον καθένα. Στη συνέχεια γνωστοποιεί στο συμμετέχοντα φορέα το τμήμα σύνταξης που του αναλογεί και ο διακανονισμός των οφειλομένων ποσών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου αυτού.

5. Η ισχύς των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1/1/2004.