19 Φεβ 2004

Διαδοχική Ασφάλιση

Συνάδελφοι,

Το θέμα της κοινωνικής ασφάλισης και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι ένα θέμα πρώτης προτεραιότητας για τον Σύλλογο.
Όμως η απλή παράθεση νόμων και εγκυκλίων μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές σε παρανοήσεις λόγω του δυσνόητου χαρακτήρα που έχουν.

Για τον λόγο αυτό προχωρήσαμε για μια ακόμα φορά σε εκλαΐκευση του Νόμου 3232/2004 (ΦΕΚ 48Α/12.2.2004) που ψηφίστηκε από την Βουλή των Ελλήνων στις 29/1/2004 και αφορά εκτός των άλλων και θέματα διαδοχικής ασφάλισης που αγγίζουν τους περισσότερους από τους συναδέλφους.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου θα ήθελε δημόσια να ευχαριστήσει τον συντάκτη της μελέτης αυτής κ. Γεώργιο Ψηλό, σύμβουλο του Συλλόγου σε ασφαλιστικά θέματα, για την πολύτιμη βοήθειά που μας έχει προσφέρει.

Πιστεύουμε με αυτήν την έκδοση να καλύψουμε σε ένα ικανοποιητικό βαθμό τα κενά που υπάρχουν γύρω από το περίπλοκο αυτό θέμα.

Τις αμέσως επόμενες ημέρες θα δημοσιεύσουμε στον δικτυακό τόπο του Συλλόγου και συγκεκριμένα παραδείγματα για ακόμα μεγαλύτερη κατανόηση των νέων διατάξεων


Συναδελφικά
Το Διοικητικό Συμβούλιο
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Η ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
΄Οπως ισχύει και όπως μέλλει να ισχύσει
Γ. ΨΗΛΟΥ
---------------
Στο Κοινωνικοασφαλιστικό μας σύστημα ο θεσμός της Διαδοχικής Ασφάλισης (Δ.Α.) είναι θεσμός καταξιωμένος. Εμφανίσθηκε το έτος 1951 (α.ν.1846/51 άρθρ. 51) και έκτοτε τροποποιήθηκε κατ' επανάληψη. Αποτελεί σύστημα που προήλθε από ανάγκη, λόγω του κατακερματισμού της Κοινωνικής Ασφάλισης (Κ.Α.) σε πολλούς Φορείς, ώστε στο τέλος του ασφαλιστικού βίου, ο ασφαλισμένος που διήνυσε χρόνους ασφάλισης σε περισσότερους του ενός "ομοειδείς" Φορείς να μην έχει απώλεια ασφάλισης.
Ομοειδείς είναι οι Φορείς που καλύπτουν την αυτή μορφή σύνταξης, κύριας ή επικουρικής.
Το νομοθετημένο πλαίσιο του θεσμού, όπως διαμορφώθηκε μέχρι 31.12.2003 είναι προϊόν πολλών αλληλοδιαδόχων ρυθμίσεων οι οποίες κάθε φορά ήρχοντο να συγκεράσουν διϊστάμενες θέσεις, να περιορίσουν τις σε βάρος των Φορέων καταδολιεύσεις και να διασφαλίσουν, κατά το δυνατό, τα δικαιώματα των ασφαλισμένων(1). Το σύστημα άλλαξε σε ορισμένες μορφές και διαδικασίες για να γίνει πιο απλό και εύληπτο, με νόμο που ψηφίσθηκε από τη Βουλή.
------------------------------------------------------------------------------
(1) Βλ. πλείονα Φ.Χατζηδημητρίου-Γ.Ψηλού: Ασφαλιστική Νομοθεσία 1991 σ.825-848, έκδοση ΔΕΝ και Αλ.Μεταλληνού: Η Διαδοχική Ασφάλιση 19932.
Για να αντιληφθούμε τη διαφορά, όπου υπάρχει, το διαχωρίζουμε, στο παρόν σημείωμα σε δύο μέρη, ως εξής:

Α΄Καθεστώς Δ.Α. μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.3232/2004
1.- Πεδίο εφαρμογής. Για την εφαρμογή της Δ.Α. ο νόμος προσδιορίζει εκείνους τους φορείς που ασφαλίζουν είτε μισθωτούς είτε αυτοτελώς εργαζόμενα πρόσωπα. Από και προς το Δημόσιο ο θεσμός εφαρμόζεται στους δημοσίους υπαλλήλους (πολιτικούς και στρατιωτικούς) οι οποίοι προσλήφθηκαν ή κατατάχθηκαν σε αυτό από 1.1.1983 και εφεξής. ΄Οσοι έχουν προϋπηρεσία στο Δημόσιο πριν από την 1.1.1983 μπορούν να μεταφέρουν τον αντίστοιχο χρόνο στην κοινή Κοινωνική Ασφάλιση, σύμφωνα με το άρθρ. 85 του κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (ν.1405/83 άρθρ. 4) με σχετικώς μικρή εξαγορά.
΄Οσον αφορά στην επικουρική ασφάλιση ο θεσμός τυγχάνει εφαρμογής σε ευρύτερο φάσμα Ταμείων. Το ν.δ.4202/61 άρθρ. 7, όπως αντικαταστάθηκε με το ν.1405/83 άρθρο 12, θεωρεί ως υποκείμενους στους κανόνες της Δ.Α., τόσο τα Ν.Π.Δ.Δ. που χορηγούν περιοδικές παροχές βοηθήματα ή μερίσματα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ασφαλίζουν δημοσίους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, για τα οποία δεν θέτει ειδικές προϋποθέσεις, όσο και κάθε άλλον Οργανισμό που χορηγεί τέτοιες παροχές, ανεξάρτητα από την ονομασία και τη νομική του μορφή, εφόσον τα έσοδά του από εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικούς πόρους και άλλη επιχορήγηση, υπερβαίνουν τα έσοδα από τις εισφορές των ασφαλισμένων (π.χ. Αλληλοβοηθητικά Ταμεία, Λογαριασμοί Επικούρησης, Ταμεία Αυτασφάλισης κ.α. βλ. Α.Π. 702/90, 797/90, 706/91, 1638/91).

2.- Φορέας απονομής της σύνταξης. Να σημειώσουμε ότι ο Φορέας που απονέμει τη σύνταξη προσδιορίζεται ευθέως από το νόμο κατά τα κατωτέρω και δεν αποτελεί αντικείμενο επιλογής του κάθε ενδιαφερομένου.
Το αίτημα για συνταξιοδότηση από οποιαδήποτε αιτία υποβάλλεται στον τελευταίο φορέα ασφάλισης, αδιαφόρως της διάρκειας ασφάλισης σε αυτόν. Η υποβολή της αίτησης συνιστά άσκηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και έναντι όλων των φορέων στους οποίους ασφαλίσθηκε διαδοχικά ο αιτών.
Ο κατά τα ως άνω "τελευταίος Φορέας" για να είναι και ο φορέας απονομής σύνταξης λόγω γήρατος πρέπει ο αιτών σύνταξη να έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση αυτού πέντε (5) ολόκληρα έτη ασφάλισης ή 1.500 Ημέρες Εργασίας (Η.Ε.) εκ των οποίων όμως 20 μήνες ασφάλισης ή 500 Η.Ε. αντίστοιχα, κατά την τελευταία 5ετία πριν από τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση και να έχει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του φορέα αυτού.
Ως χρόνος ασφάλισης, για τη συμπλήρωση της ανωτέρω προϋπόθεσης, λαμβάνεται υπόψη ο διανυθείς στην ασφάλιση του κλάδου συντάξεως αυτού, είτε από υποχρεωτική ασφάλιση, είτε από προαιρετική τοιαύτη, είτε από αναγνώριση.
Στην περίπτωση που ο τελευταίος Φορέας δεν είναι και ο απονέμων γιατί λείπουν οι 1.500 και οι 500 αντίστοιχα Η.Ε., ή είναι αλλά ο αιτών τη σύνταξη δεν συμπληρώνει μία από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να συνταξιοδοτηθεί από αυτόν, απορρίπτεται το αίτημα για σύνταξη και ο σχετικός φάκελος με την απορριπτική απόφαση διαβιβάζεται σε προηγούμενο φορέα ασφάλισης, για να εξετασθεί υπ' αυτού η δυνατότητα συνταξιοδότησης. Δεύτερος κατά σειρά Οργανισμός, είναι αυτός στον οποίο, μεταξύ άλλων, πραγματοποιήθηκε ο περισσότερος χρόνος ασφάλισης και όχι κατ' ανάγκη ο χρονικά προηγούμενος στον οποίο επήλθε ασφάλιση.
Ο φορέας αυτός επιλαμβάνεται σχετικώς και απονέμει σύνταξη εφόσον ο συγκεκριμένος ασφαλισμένος.
·     ΄Εχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπει η νομοθεσία του.
·     Πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις προκειμένου για σύνταξη, προσμετρώντας στην ασφάλισή του και την ασφάλιση που διανύθηκε σε άλλους φορείς, χωρίς να απαιτείται ενεργός ασφαλιστικός δεσμός μεταξύ του Φορέα τούτου και του αιτούντος, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για σύνταξη (Α.Π. 1559/81, ΣτΕ 2259/82, 31/90, 2270/94).
Στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και στο φορέα αυτό, το δικαίωμα κρίνεται από τους άλλους Οργανισμούς στους οποίους ασφαλίσθηκε, κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ΗΕ ή ετών ασφαλίσεως, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, εκτός από τον τελευταίο φορέα.
Τέλος, αν δεν υπάρχουν άλλοι, τρίτοι, φορείς ή υπαρχόντων ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει σε κανέναν από αυτούς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, τότε ο τελευταίος φορέας καθίσταται και πάλιν αρμόδιος υπό τον όρο ότι η αρχική αίτηση απορρίφθηκε από αυτό από έλλειψη 5ετούς ασφάλισης ή 1500 ΗΕ και 20 μηνών ή 500 ΗΕ και με τις προϋποθέσεις ότι:
α) ΄Εχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του 1000 ΗΕ ή 40 μήνες ασφάλιση από τις οποίες οι 300 ΗΕ ή 12 μήνες αντιστοίχως την τελευταία πενταετία προκειμένου για σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή
β) έχει πραγματοποιήσει οποτεδήποτε 300 ΗΕ, προκειμένου για σύνταξη θανάτου.

3.- Μέθοδοι υπολογισμού σύνταξης. Δύο είναι οι μέθοδοι υπολογισμού της σύνταξης:
α. Η πρώτη εφαρμόζεται σε πρόσωπα που ασφαλίσθηκαν διαδοχικά μέχρι 31.12.1978, σε Οργανισμούς με μία και την αυτή ιδιότητα. Π.χ. άλλαξαν φορέα ασφάλισης μέχρι την ως άνω ημερομηνία ως μισθωτοί (ΙΚΑ, ΤΑΠΕ, Ταμεία Τραπεζών, ΤΑΠ-ΟΤΕ, Ταμεία Τύπου, ΤΑΥΣΟ κλπ.) ή ως αυτοτελώς απασχολούμενοι (ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, Τ. Νομικών κλπ.) ν.1405/83 άρθρο 10 όπως ισχύει.
Επίσης η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται και σε εκείνους που άλλαξαν φορέα ασφαλίσεως μετά την 1.1.1979 και μέχρι την 24.12.1997 αλλά παρέμειναν στον αυτό εργοδότη (ν: 2556/97 άρθρ. 15 παρ. 2).
Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή ο απονέμων τη σύνταξη Οργανισμός υπολογίζει το ποσό της σύνταξης, συμπεριλαμβανο- μένων και των πάσης φύσεως προσαυξήσεων, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, συνυπολογίζοντας, τόσο για τη θεμελίωση του δικαιώματος όσο και για τον υπολογισμό του ποσού αυτής και το χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε σε άλλους Οργανισμούς και θεωρώντας αυτόν ως διανυθέντα στην ασφάλισή του, αποκλειόμενης κάθε διαφοροποίησης του χρόνου τούτου (ΣτΕ 1443/72). Το ποσό της σύνταξης που προκύπτει καταβάλλεται αυτούσιο από της έναρξης της συνταξιοδότησης.
β. Η δεύτερη μέθοδος εφαρμόζεται σε πρόσωπα που δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω πρώτη μέθοδο.
Με τη μέθοδο αυτή, κάθε Οργανισμός στην ασφάλιση του οποίου υπήχθη διαδοχικά ο υπό συνταξιοδότηση θα απονείμει χωριστά σύνταξη, σύμφωνα με τη νομοθεσία που το διέπει, με βάση όμως, το συνολικό χρόνο διαδοχικής ασφάλισης και στη συνέχεια θα προσδιορίσει το τμήμα της σύνταξης που το βαρύνει κατά την αναλογία του χρόνου ασφάλισης σ' αυτόν, σε σχέση με το συνολικό χρόνο ασφάλισης σε όλους τους Οργανισμούς. Συγκεκριμένα το ΙΚΑ προκειμένου να καθορίσει το ποσό της σύνταξης τόσο όταν είναι ο απονέμων τη σύνταξη φορέας, όσο και όταν καλείται να προσδιορίσει το ποσό της σύνταξης που του αναλογεί για ν' αποτελέσει τμήμα της σύνταξης που θα καταβάλλει ο απονέμων τη σύνταξη φορέας, λαμβάνει υπόψη τις αποδοχές της τελευταίας πενταετίας ή, κατά περίπτωση, των τελευταίων 1.000 Η.Ε., κατά την οποία χώρησε ασφάλιση στο ΙΚΑ, αναπροσαρμοσμένες και όχι εκείνες που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά την ασφάλισή του στον τελευταίο φορέα (ΣτΕ:1795/72 1922/88). ΄Ετσι, στον υπάλληλο της Εθνικής Ασφαλιστικής που θα εξέλθει σε σύνταξη από το οικείο Ταμείο (Τ.Α.Π.Ε.), με 35ετή Συντάξιμη Υπηρεσία πριν από τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας του, ύστερα από 10ετή ασφάλιση σε αυτό και 25ετή προηγουμένης στο ΙΚΑ, το ΄Ιδρυμα θα απονείμει κατ' αρχήν σύνταξη 35ετίας, με βάση το μέσο όρο των αποδοχών των τελευταίων 1.000 Η.Ε., της σε αυτό ασφάλισης, αναπροσαρμοσμένων, θα επιβαρυνθεί όμως με τα 25/35 του ποσού αυτής. Την αυτή διαδικασία θα ακολουθήσει και το Τ.Α.Π.Ε. Θα απονείμει σύνταξη 35ετίας, με βάση το Σ.Μ. του τελευταίου μήνα υπηρεσίας του, θα επιβαρυνθεί, όμως, με τα 10/35 του ποσού αυτής. Το άθροισμα των δύο ποσών αποτελεί το ύψος της σύνταξης που θα καταβάλλει το Τ.Α.Π.Ε., ως απονέμων τη σύνταξη Οργανισμός.
Από εκεί και πέρα εφαρμόζεται η νομοθεσία του Οργανισμού που απένειμε τη σύνταξη ως προς κάθε σχέση του συνταξιούχου με αυτόν (έναρξη καταβολής, ποσοστό μελλοντικών αυξήσεων, οικογενειακά βάρη, αναστολή της σύνταξης κλπ.).
Η αναπροσαρμογή από το ΙΚΑ των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας ή των 1.000 Η.Ε. ασφάλισης σε αυτό, γίνεται με βάση το λόγο του τεκμαρτού ημερομισθίου της 15ης ασφαλιστικής κλάσης του Δεκεμβρίου του τελευταίου έτους πριν από την υποβολή της αίτησης, προς το τεκμαρτό ημερομίσθιο της ίδιας ασφαλιστικής κλάσης του Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο ανάγονται οι υπό αναπροσαρμογή αποδοχές (ν.1976/91, άρθρο 13 παρ. 1). Με δεδομένο ότι κατ' έτος έχουμε αύξηση των τεκμαρτών ημερομισθίων των ασφαλιστικών κλάσεων του ΙΚΑ κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, καταδηλούται ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τους συντελεστές αναπροσαρμογής των αποδοχών της απώτερης, για καθένα, πενταετίας.

4.- Έναρξη επιβάρυνσης συμμετέχοντος Οργανισμού. Στο δικαίωμα της σύνταξης από Δ.Α. υπεισέρχεται ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος προσδιορίζει πότε το ποσό της σύνταξης του συμμετέχοντος Οργανισμού θα καταβάλλεται στο συνταξιούχο από τον Οργανισμό που απένειμε τη σύνταξη και πότε ο δεύτερος αυτός Οργανισμός θα έχει οικονομικές αξιώσεις από τον πρώτο. Ο παράγοντας αυτός τέθηκε σε εφαρμογή με το άρθρ. 69 του ν.2084/92 και αφορά μόνο σε αυτούς που εμπίπτουν στην προαναφερθείσα δεύτερη μέθοδο υπολογισμού της σύνταξης.
Ορίζεται δηλαδή ότι, οσάκις απονέμεται σύνταξη από Οργανισμό, του οποίου η νομοθεσία προβλέπει όριο ηλικίας μικρότερο από αυτό που προβλέπεται για τη συνταξιοδότηση από το συμμετέχοντα Φορέα, ο συμμετέχων θα επιβαρυνθεί με το ποσό που αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του, όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του και σε κάθε περίπτωση όχι μεγαλύτερο εκείνου που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση των υπαγομένων στον Κανονισμό ΒΑΕ (60ο για τους άνδρες , 55ο για τις γυναίκες), αδιαφόρως αν ο συγκεκριμένος ασφαλισμένος δεν διέπεται από τον Κανονισμό αυτό και ανεξαρτήτως αν από τη νομοθεσία του μετέχοντα Φορέα προβλέπεται η συνταξιοδότηση σε μεγαλύτερο όριο ηλικίας.


Β΄ Επελθούσες αλλαγές.
Στο σύστημα που αναλύσαμε, σε γενικές γραμμές ανωτέρω επήλθαν αλλαγές(1).
Βάσει τούτων:
1.- Πρώτη μέθοδος υπολογισμού. Είτε πρόκειται για την κύρια σύνταξη, είτε για την επικουρική, όσοι εμπίπτουν στην πρώτη μέθοδο υπολογισμού της σύνταξης, όπως την περιγράψαμε ανωτέρω στην περίπτωση Α/3/α, θα εξακολουθήσουν να διέπονται από αυτή, η οποία είναι η πλέον απλή και ασφαλιστικώς ενδεδειγμένη. Όμως όταν ο απονέμων τη σύνταξη φορέας δεν είναι ο τελευταίος στον οποίο ασφαλίσθηκε ο αιτών, αλλά κάποιος ενδιάμεσος, ο υπολογισμός υπ' αυτού του ποσού της σύνταξης γίνεται με βάση τις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης αναπροσαρμοζόμενες με το μέσο ετήσιο ΔΤΚ εκτός αν είναι το Δημόσιο οπότε ισχύει η διαδικασία της περίπτ. Γ/3 κατωτέρω.
Οι αναμενόμενες αλλαγές θα αφορούν σε αυτούς που ήδη εμπίπτουν στην δεύτερη μέθοδο υπολογισμού (ανωτ. Α/3/β) ή αυτούς που θα ενταχθούν στο μέλλον στη μέθοδο αυτή από τους "παλαιούς" ή "νέους" ασφαλισμένους και μόνον όσον αφορά την κύρια σύνταξή τους. Για την επικουρική θα ισχύσει ό,τι μέχρι τούδε ισχύει (βλ. κατωτ. εδάφ. 6).



-----------------------------------------------------------------------------
(1) Οι σχετικές διατάξεις περιέχονται στο Ν.3232/2004.
2.- Απονέμων τη σύνταξη Οργανισμός. Και με τις νέες υπό ψήφιση διατάξεις, ο απονέμων τη σύνταξη Οργανισμός εξευρίσκεται όπως και πρότερο (ανωτ. Α/2).
Ως χρόνο ασφάλισης στους άλλους Φορείς ο απονέμων τη σύνταξη λαμβάνει υπόψη του το χρόνο που ο συμμετέχων Φορέας υπολογίζει ως συντάξιμο κατά τη νομοθεσία του "εφόσον έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές".
Η τελευταία φράση σε ".......", αφορά σε πρόσωπα που ασφαλίζονται σε Φορείς αυτοτελώς ασφαλιζομένων, στους οποίους η καταβολή των εισφορών αποτελεί προϋπόθεση αξιοποίησης συνταξιοδοτικά της ασφάλισής τους. Η φράση αυτή καίτοι είναι θεσπισμένη αυτολεξεί και στην ισχύουσα νομοθεσία δεν δημιούργησε, ούτε ήταν δυνατό να δημιουργήσει θέμα για τους ασφαλισμένους μισθωτούς, για τους οποίους ισχύει η παρ. 7 του άρθρ. 26 του α.ν.1846/51 κατά την οποία: "η παρά του εργοδότου μη καταβολή των εισφορών, δεν συνεπάγεται δια τον ασφαλισμένο στέρηση ή μείωση των δικαιωμάτων επί των παροχών.......". Από τη διάταξη αυτή πηγάζει γενική αρχή του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, εφόσον βεβαίως ο ασφαλισμένος έγκαιρα έχει ζητήσει την ασφαλιστική του αποκατάσταση από τον οικείο Οργανισμό(1).
3.- Ενέργειες του απονέμοντα τη σύνταξη Φορέα. Ο Οργανισμός αυτός υπολογίζει στη σύνταξη και το τμήμα αυτής που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στο Φορέα που μετέχει στη Δ.Α. Ο νέος αυτός υπολογισμός δεν είναι ενιαίος για όλες τις εμφανιζόμενες περιπτώσεις.
-----------------------------------------------------------------------------
(1) Βλ.πλείονα στους Φ.Χατζηδημητρίου-Γ.Ψηλού: όπ.αν.σ.65.
α. Ειδικότερα ο απονέμων Φορέας, αν είναι ο τελευταίος στον οποίο ασφαλίσθηκε ο υπό συνταξιοδότηση, που είναι και το συνηθέστερο, υπολογίζει το ποσό της σύνταξης με βάση τις διατάξεις που το διέπει, στο σύνολο του χρόνου της Δ.Α. Αμέσως μετά προσδιορίζει το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στην ασφάλιση που διανύθηκε σε αυτόν.
Παράδειγμα: Ασφάλιση 35 ετών. Δέκα (10) χρόνια στο ΙΚΑ και είκοσι πέντε (25) στο Τ.Α.Π.Ε., που είναι και το απονέμον τη σύνταξη Ταμείο. Η σύνταξη της 35ετίας, έστω 2000 ευρώ. Το ποσό που αναλογεί στον απονέμοντα Φορέα θα είναι 2.000 x 25/35 = 1.428,57 Ευρώ.
Σημ.: Η μέθοδος αυτή τηρείται είτε ο απονέμων Οργανισμός είναι μισθωτών ή αυτοτελώς απασχολουμένων. Μέχρι το στάδιο αυτό δεν έχουμε απόκλιση των μέχρι τούδε ενεργειών.
β. Η καινοτομία που εισάγει ο ν.3232/2004 έγκειται στο γεγονός ότι, ο αυτός Οργανισμός, αυτός που απονέμει τη σύνταξη, υπολογίζει και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί και στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στο συμμετέχοντα Φορέα. Πρόκειται, με άλλη νομική έκφραση, για υποκατάσταση, στη συγκεκριμένη διαδικασία, του Φορέα ασφάλισης από εκείνο που απονέμει τη σύνταξη.
Ο υπολογισμός, λοιπόν, αυτός θα στηρίζεται σε δύο νέα στοιχεία: Το ένα αφορά το ποσοστό της σύνταξης, διαφορετικό κατά ομάδα Φορέων κύριας σύνταξης, για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης και μέχρι τα 35 και το άλλο αναφέρεται στον τρόπο αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών.
Πιο συγκεκριμένα τα ποσοστά της σύνταξης ανέρχονται για κάθε έτος ασφάλισης:
·       Σε 2% για ασφάλιση στο ΙΚΑ, στο ΝΑΤ στον ΟΓΑ και το ΤΣΑ.
·       Σε 2,85% για ασφάλιση στο ΤΑΕ.
·       Σε 3% για ασφάλιση στο ΤΕΒΕ και
·       Σε 2,286% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης στο Δημόσιο, στους λοιπούς Φορείς ασφάλισης μισθωτών ή στους όμοιους αυτοτελώς απασχολουμένων.
Όπως γίνεται σαφές, το καθένα ποσοστό αντιστοιχεί στο 1/35 περίπου του ποσοστού της σύνταξης που απονέμεται από τον καθένα από τους ως άνω Φορείς για 35ετή ασφάλιση.
Ως προς τις συντάξιμες αποδοχές, το σχέδιο του νόμου ορίζει:
·       Όταν ο απονέμων τη σύνταξη Φορέας είναι ο τελευταίος στον οποίο ασφαλίσθηκε ο υπό συνταξιοδότηση, και ο χρόνος Δ.Α. διανύθηκε σε Φορείς ασφάλισης μισθωτών, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία κάθε συμμετέχοντα οργανισμού όπως ισχύουν, αναπροσαρμοζόμενες από τον απονέμοντα Οργανισμό με βάση τον μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από τη διακοπή της ασφάλισης στο μετέχοντα φορέα μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση. Στις περιπτώσεις αυτές οι συμμετέχοντες Οργανισμοί υποχρεούνται να διαβιβάζουν βεβαίωση για το χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, τις αποδοχές του ασφαλισμένου των χρονικών περιόδων που προβλέπεται από τις νομοθεσίες τους, το εκάστοτε ισχύον ανώτατο όριο αποδοχών καθώς επίσης και τα ποσά σύνταξης που σύμφωνα με την νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο, όπου αυτό προβλέπεται.
Η βεβαίωση αυτή αποτελεί εκτελεστή πράξη της διοίκησης και υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα.
Με βάση το πιο πάνω παράδειγμά μας και με την υπόθεση ότι οι προ 25ετίας μηνιαίες αποδοχές ασφάλισης στο ΙΚΑ ανήρχοντο σε δρχ. 43.375 ή Ευρώ 127,29 αυτές αναπροσαρμοζόμενες με ποσοστό ΔΤΚ 98,73%, όσο η διαφορά του μεταξύ των ετών 1983 με 2003 (113,422 - 14,609), μας δίνει συντάξιμες αποδοχές στο ΙΚΑ 252,93. Η αναλογία σύνταξης του ΙΚΑ επ'αυτών είναι ευρώ 50,59 (έτη ασφ. 10 Χ 2= 20%Χ252,93)(1).
Επειδή όμως το ποσό αυτό υπολείπεται από αυτό που αναλογεί τα 10/35 του Κατωτάτου Ορίου Σύνταξης (ΚΟΣ) του ΙΚΑ, κάτω από το οποίο δεν νοείται να λαμβάνει ο συνταξιούχος και το οποίο στην προκειμένη περίπτωση ανέρχεται σε 541,30 Ευρώ, το ΄Ιδρυμα να επιβαρυνθεί με ευρώ 154,66 (ΚΟΣ 541,30Χ 10/35).
Το άθροισμα των δύο τμημάτων σύνταξης (1.428,57 + 154,66 = 1.583,23 Ευρώ) θα αποτελέσει τη σύνταξη από το Τ.Α.Π.Ε. Στη σύνταξη αυτή θα υπολογισθούν, από τον απονέμοντα όλες οι προσαυξήσεις (απολύτου αναπηρίας, οικογενειακά επιδόματα, κ.λ.π.). Το συνολικό ποσό σύνταξης θα αυξάνεται στο μέλλον με το ίδιο ποσοστό που θα αυξάνονται οι συντάξεις του οργανισμού αυτού. Ευνόητο είναι ότι αν το άθροισμα των συντάξεων του
------------------------------------------------------------------------------
(1) Βλ. Πίνακα εξέλιξης ετήσιων μεταβολών γενικού ΔΤΚ στο τέλος του παρόντος.
απονέμοντα οργανισμού είναι μικρότερο από τα ΚΟΣ τότε καταβάλλεται στο συνταξιούχο το κατώτερο αυτό όριο του απονέμοντα Φορέα.
Κατά τον ως άνω τρόπο θα γίνεται ο υπολογισμός και αν ακόμη συμμετέχων Οργανισμός δεν είναι το ΙΚΑ αλλά ένας ή πλείονες Φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών (π.χ. ΤΑΠ-ΟΤΕ, ΤΣΠ-ΗΣΑΠ, άλλων Τραπεζών, το Δημόσιο κ.λ.π.).
γ.-΄Αλλως έχει το θέμα όταν Φορέας απονομής της σύνταξης είναι Οργανισμός αυτοτελώς απασχολουμένων. Στην περίπτωση αυτή διακρίνουμε τους Φορείς που εισπράττουν τις εισφορές τους σε απόλυτα ποσά με βάση τις ασφαλιστικές κατηγορίες στις οποίες έχει καταταγεί ο ασφαλισμένος (π.χ. ΤΕΒΕ, ΤΑΕ κ.α.) και σε εκείνους που εισπράττουν τις εισφορές τους με βάση κάποιο συγκεκριμένο μισθό δημόσιου λειτουργού.
Στην πρώτη περίπτωση οι Οργανισμοί γνωστοποιούν στον απονέμοντα, τις κατηγορίες στις οποίες ασφαλίστηκε ο υπό συνταξιοδότηση και τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους που κατέβαλε εισφορές, αναπροσαρμοσμένες σ'αυτές που ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και υπολογίζεται η μέση τιμή των εισφορών αυτών ανάλογα με το χρόνο που διανύθηκε σε κάθε κατηγορία. Το ποσό αυτό μετατρέπεται σε αποδοχές βάσει των ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ που ισχύουν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του στο φορέα αυτό. Πάντως όταν ο χρόνος ασφάλισης διακόπηκε μέχρι 28.02.1976 οι ασφαλιστικές αυτές εισφορές υπολογίζονται με ποσοστό 12,75%.
Τουναντίον, για τους ασφαλισμένους Φορέων αυτοτελώς απασχολουμένων που δεν εντάσσονται σε "ασφαλιστικές κατηγορίες" εισφορών, αλλά η εισφορά τους προς το Ταμείο υπολογιζόταν σε κάποιο σταθερό μισθό (π.χ. ΤΣΜΕΔΕ), η αναπροσαρμογή τούτου γίνεται με την αναγωγή του μισθού αυτού στο νέο ποσό όπως ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για σύνταξη.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι ούτω πώς προσδιοριζόμενες ασφαλιστικές αποδοχές δεν υπόκεινται σε περαιτέρω αναπροσαρμογή.
Εφαρμοζομένων των ανωτέρω ο απονέμων τη σύνταξη Οργανισμός υπολογίζει ο ίδιος και τη σύνταξη που αναλογεί στην ασφάλιση του ενδιαφερόμενου και στον συμμετέχοντα Οργανισμό με βάση τα προαναφερθέντα ποσοστά 2%, 2,85%, 3% και 2,286% για κάθε έτος ασφάλισης. Δύναται όμως αντί τούτων ο ασφαλισμένος με αίτησή του να ζητήσει τον υπολογισμό της σύνταξής του με το άρθρ. 11 του ν.1405/83 περί του οποίου η περίπτωση 4/3/β ανωτέρω (δεύτερη μέθοδος).
δ.- Τρίτη, ενδιαφέρουσα, περίπτωση προβάλει όταν η σύνταξη απονέμεται από Φορέα μισθωτών, όχι τον τελευταίο στον οποίο υπήχθη ο ενδιαφερόμενος, αλλά προηγούμενος αυτού. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται τα ανωτέρω στις περιπτ. α και β, ωστόσο προβλέπεται και η αναπροσαρμογή των αποδοχών με το ΔΤΚ και αυτού τούτου του απονέμοντα Φορέα. Εξαίρεση αποτελεί το Δημόσιο, όταν είναι συμμετέχον, αντί του ΔΤΚ εφαρμόζει την αναπροσαρμογή των άρθρ. 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000), δηλαδή αναπροσαρμόζει τις συντάξιμες αποδοχές του Μ.Κ. της εποχής της διακοπής της υπηρεσίας στις τρέχουσες τιμές.
ε.- Τέλος, ειδικά για τον ΟΓΑ και το ΤΕΒΕ το σχέδιο προβαίνει στις εξής κατά περίπτωση ρυθμίσεις.
·       Ο ΟΓΑ, προκειμένης Δ.Α. είτε είναι απονέμων Φορέας, είτε είναι συμμετέχων στο ποσό της σύνταξης προστίθεται και εκείνο που προβλέπεται από το 4169/61, όπως ισχύει. Πρόκειται για το ποσό που ο Οργανισμός αυτός χορηγούσε πριν συσταθεί σε αυτόν ο κλάδος κύριας σύνταξης (ν.2458/97, ΔΕΝ 1998 σ.293).
·       Από το ΤΕΒΕ, όταν είναι συμμετέχων Φορέας το ποσό της σύνταξης που προκύπτει προσαυξάνεται και με το τμήμα του βασικού ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του. Πρόκειται για το 4πλάσιο της εισφοράς κλάδου σύνταξης της Α΄ ασφαλιστικής κατηγορίας που ισχύει κατά το χρόνο έναρξης της σύνταξης. Καίτοι είναι αυτονόητη τοιαύτη προσαύξηση, το σχέδιο θεώρησε αναγκαίο την ρητή πρόβλεψή της.

4.-΄Εναρξη καταβολής της σύνταξης. Η έναρξη καταβολής της σύνταξης του απονέμοντα Φορέα, διέπεται από τις διατάξεις του Φορέα αυτού. Στο θέμα αυτό δεν έχουμε, και πολύ ορθά, διαφοροποιήσεις με το ν.3232/2004. Ζήτημα γεννάται πότε αρχίζει η καταβολή του ποσού της σύνταξης που αντιστοιχεί στην ασφάλιση του συμμετέχοντα Οργανισμού. Ο νόμος προβλέπει την καταβολή του, από τον απονέμοντα, όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπει το άρθρ. 69 του ν.2084/92, δηλαδή όταν συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπει ο Οργανισμός στον οποίο ασφαλίσθηκε, όχι όμως πέραν του 60ου έτους ηλικίας για τους άνδρες και του 55ου ομοίου για τις γυναίκες (βλ. και ανωτέρω στην περίπτ. Α/4).
Δεν αρκείται, όμως, μόνο στην ως άνω εκδοχή. Ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα στον ασφαλισμένο να ζητήσει από τον Φορέα απονομής να καταβάλλει αμέσως και το τμήμα που αναλογεί στην ασφάλιση του συμμετέχοντα στη Διαδοχική Ασφάλιση Φορέα, οπότε καταβάλλεται τούτο, μειωμένο κατά 3% για κάθε χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση των προβλεπομένων ορίων ηλικίας.
Κατά την πλέον ορθή έννοια της εν σχεδίω διάταξης, το 3%, για κάθε ελλίπον έτος, υπολογίζεται στο τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στην ασφάλιση του συμμετέχοντος Οργανισμού και παρακρατείται εφόρου ζωής του συνταξιούχου δηλαδή και μετά την υπέρβαση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται.
Υπό το ως άνω πνεύμα η μείωση επηρεάζει και το ποσό της σύνταξης των δικαιοδόχων μελών οικογενείας σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου.

5.-Καταργούμενες διατάξεις. Εννοείται ότι με τις νέες ρυθμίσεις που ισχύουν από 01/01/2004 καταργείται κάθε αντίθετη προγενέστερη ανάλογη ρύθμιση. Αυτό άλλωστε ορίζεται και ρητά στο νόμο.
΄Ομως, προκειμένου για εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο διοικητικής διαδικασίας κρίνονται , κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Κατά την άποψή μας ή τυχόν αναδρομική εφαρμογή του υπό ψήφιση νόμου δεν επηρεάζει το δικαίωμα σε σύνταξη με το παλαιό καθεστώς των ήδη αιτησάντων τη συνταξιοδότηση. Πολλώ μάλλον η ως άνω ερμηνευτική θέση πρέπει να επικρατήσει στις περιπτώσεις που η σύνταξη αναδράμει σε παρελθούσα περίοδο κατά την οποία δεν θα ισχύει η νέα διάταξη.
Εν πάση περιπτώσει ο νόμος δεν αποκλείει για τις εκκρεμείς αιτήσεις την επανυποβολή νέας αίτησης για να κριθεί το δικαίωμα βάσει των νέων διατάξεων με οικονομικά όμως αποτελέσματα από της νέας αίτησης.

6.- Επικουρική σύνταξη. Για το είδος της σύνταξης αυτής ο νόμος διατηρεί το ισχύον καθεστώς. Συνεπώς οι δύο μέθοδοι υπολογισμού της σύνταξης , όπως αναπτύσσονται στην περίπτωση Α/3/α και β θα εξακολουθήσουν να ισχύουν υποχρεωτικώς.
Μοναδική παρέμβαση γίνεται στις συντάξιμες αποδοχές. Ως τοιαύτες ορίζονται "αυτές που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του, επικαιροποιημένες σύμφωνα με το ΔΤΚ".

Γ΄ Διαδικαστικά θέματα.
Ενώ κατά τα ισχύοντα η Δ.Α. ενεργοποιείται κατά το χρόνο εμφάνισης της ασφαλιστικής περίπτωσης προς σύνταξη, οπότε την επικαλείται ο ασφαλισμένος, ο νόμος θεσπίζει μία διαδικασία αμφιβόλου χρησιμότητας. Κατά την άποψή μας ουδένα ουσιαστικό σκοπό εξυπηρετεί, είναι άκρως γραφειοκρατική και επιβαρύνει τους ασφαλιστικούς Οργανισμούς ακαίρως με πρόσθετη εργασία, σε βάρος άλλων πιο σημαντικών και επειγουσών δραστηριοτήτων τους. Πρόκειται για το Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης.
Προβλέπει, λοιπόν ο νόμος:
1.        Για το μέλλον: Σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης από κάποιο Φορέα κύριας ή επικουρικής σύνταξης, πλην Δημοσίου, λόγω αλλαγής Φορέα ασφάλισης, ο ασφαλισμένος υποβάλλει αίτηση για σύνταξη Δελτίου Διαδοχικής Ασφάλισης (ΔΔΑ) στον πρώτο οργανισμό, στον οποίο και γνωστοποιεί τον νέο φορέα ασφάλισής του. Η διάταξη δεν τάσσει προθεσμία για την ως άνω ενέργεια. ΄Αρα μας επιτρέπεται η σκέψη ότι η αίτηση μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε μετά την διακοπή της ασφάλισης. Ωστόσο, η υποβολή της υποχρεώνει το καθ'ύλην αρμόδιο όργανο του ασφαλιστικού οργανισμού, μέσα σε δύο (2) μήνες να συντάξει το Δελτίο και να το αποστείλει στο νέα Φορέα ασφάλισης και τον ενδιαφερόμενο. Τούτο επέχει θέση απόφασης υποκείμενης σε όλα τα κατά το νόμο προβλεπόμενα ένδικα μέσα.
Η αυτή ως άνω διαδικασία τηρείται σε κάθε περίπτωση αλλαγής ασφαλιστικού Φορέα ή βεβαίωσης επιπλέον χρόνου ασφάλισης από προηγούμενο φορέα. Σε κάθε νέο φορέα αποστέλλεται το σύνολο των Δελτίων των προηγούμενων φορέων. Πάντως ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να τηρεί τα Δελτία μέχρι τη συνταξιοδότησή του και να επιμελείται και ο ίδιος για την αποστολή του Δελτίου του από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και να τηρεί επικυρωμένο αντίγραφο.
Για τον τρόπο τήρησης του ως άνω Δελτίου θα εκδοθεί υπουργική απόφαση μετά από γνώμη των Δ.Σ. του ΙΚΑ, ΟΑΕΕ, ΟΓΑ και ΝΑΤ.
2.   Για το παρελθόν. ΄Οσοι εν ενεργεία ασφαλισμένοι σε Φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης έχουν ήδη αλλάξει Φορέα ασφάλισης, οφείλουν, μέσα σε έξι (6) μήνες, από τότε που το νομοσχέδιο θα καταστεί νόμος, να ζητήσουν από τους προηγούμενους ασφαλιστικούς Φορείς στους οποίους ασφαλίσθηκαν τη σύνταξη του ΔΔΑ.
3.   Το Δημόσιο. Το Δημόσιο δεν υποχρεούται σε τήρηση Δ.Δ.Α. σε κάθε περίπτωση από τις ανωτέρω 1 και 2. Αντ' αυτών, εξακολουθεί να τηρεί το πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών.
4.   Όταν ο τελευταίος φορέας ασφάλισης δεν είναι και ο απονέμων τη σύνταξη φορέας από έλλειψη προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, οπότε η αίτηση του ενδιαφερόμενου διαβιβάζεται σε προηγούμενους φορείς ασφάλισης, στο συναποστελλόμενο Δ.Δ.Α. αναγράφονται εκτός του χρόνου ασφάλισης οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών και τα ποσά που αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στον ΚΟΣ.
Τα ως άνω στοιχεία περιλαμβάνονται και στο Δ.Δ.Α. που διαβιβάζει ο κάθε ενδιάμεσος φορέας, ο οποίος δεν είναι και ο απονέμων τοιούτος σε άλλο προηγούμενο ή μη φορέα.



Δ΄ Διακανονισμός οφειλών μεταξύ Φορέων.
1.-Κατά το ισχύον δίκαιο οι ασφαλιστικοί Οργανισμοί προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:
α) Κατά μήνα Μάρτιο κάθε έτους έκαστος Φορέας συγκεντρώνει το συνολικό αριθμό ΗΕ που δέχθηκε στην ασφάλισή του από κάθε έναν ασφαλιστικό Οργανισμό, ως και τις ΗΕ που διανύθηκαν στη δική του ασφάλιση και που μεταφέρθησαν σε κάθε έναν από τους άλλους Οργανισμούς για τη χορήγηση σύνταξης, κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Η διαφορά των ΗΕ προς και από κάθε Οργανισμό αποτελούν τη βάση για τον προσδιορισμό του ποσού συμμετοχής.
β) Ο Οργανισμός ο οποίος βαρύνεται με τη διαφορά των ΗΕ οφείλει να καταβάλλει, στον Οργανισμό που δέχθηκε αυτές τις ημέρες στην ασφάλισή του, το 20% του γινόμενου της διαφοράς των ΗΕ, επί του κατωτάτου ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτου που ισχύει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Από το σύνολο της οφειλής αφαιρείται το ποσό που τυχόν παρακρατήθηκε ή θα παρακρατηθεί σε δόσεις από τις συντάξεις λόγω οφειλής εισφορών στον Οργανισμό που διανύθηκε η ασφάλιση. Το εναπομένον ποσό αποτελεί την επιβάρυνση λόγω συμμετοχή του ασφαλιστικού Οργανισμού στις συντάξεις που απένειμε ο άλλος φορέας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Για τους Οργανισμούς επικουρικής ασφαλίσεως το ως άνω ποσοστό ανέρχεται αντί 20 σε 10%.
Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, τα ποσοστά αυτά μπορούν να μεταβάλλονται κατά Οργανισμό.
γ) Το ποσό αυτό αποδίδεται από τον υπόχρεο ασφαλιστικό Οργανισμό στον Οργανισμό στον οποίο οφείλεται είτε εφάπαξ, είτε σε δώδεκα (12) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις. Σε περίπτωση καθυστέρησης η οφειλή επιβαρύνεται με πρόσθετα τέλη, ίσα προς αυτά που επιβάλλονται από το φορέα στον οποίο οφείλονται.
Το σύστημα είναι απλό, σταθερό και καθολικής εφαρμογής, απαλλαγμένο από χρονοβόρες διαδικασίες, χωρίς να προκαλεί διαφορές με δικαστικές διενέξεις. Βέβαια με την εφαρμογή του ο Φορέας απονομής της σύνταξης, στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν εισπράττει από το συμμετέχοντα Φορέα ό,τι καταβάλλει στο συνταξιούχο, για το χρόνο ασφάλισής του στο συμμετέχοντα . Σε ανάλογες περιπτώσεις το ζητούμενο δεν είναι ο ισοσκελισμός του "δούναι" και του "λαβείν" των Φορέων. Προέχει η ταχεία και ακτά το δυνατό απλή περαίωση των υποθέσεων.

2.-Ο νόμος ορίζει ότι, το τμήμα σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στον συμμετέχοντα φορέα, πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των καταβαλλομένων συντάξεων ετησίως και το ποσό που προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί έναν αναλογιστικό συντελεστή, που αναφέρεται στο άρθρ. 3 του νέου νόμου, ο οποίος εκφράζει το εφάπαξ ποσό που ισούται με την παρούσα αξία σύνταξης μιας νομισματικής μονάδας, που καταβάλλεται εφόρου ζωής στον ασφαλισμένο και στους δικαιούχους του, η δε τιμή που καθορίζεται από την ηλικία του ασφαλισμένου και την αιτία συνταξιοδότησης. Σε περίπτωση χορήγησης κατωτάτων ορίων σύνταξης το ποσό της σύνταξης επιμερίζεται ανάλογα με το ποσό του τμήματος σύνταξης που έχει υπολογισθεί για κάθε φορά.
Ο παραπάνω τρόπος δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των μη οριστικών συντάξεων αναπηρίας. Στην περίπτωση αυτή το ποσό της συμμετοχής καθορίζεται από το γινόμενο της σύνταξης αναπηρίας που αντιστοιχεί στον συμμετέχοντα φορέα και των μηνών καταβολής αυτής στους οποίους προστίθενται και οι μήνες που αντιστοιχούν στα Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και Επιδόματος Αδείας. Στην περίπτωση προσωρινών συντάξεων αναπηρίας δεν μεταφέρεται ο χρόνος στον απονέμοντα φορέα μη εφαρμοζομένων των όσων ορίζονται κατωτέρω στο εδάφ. γγ΄.
ββ'. Εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους υπολογίζεται από καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό τα ποσά που οφείλουν να του καταβάλλουν οι άλλοι οργανισμοί. Η διαφορά αποδίδεται είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις, η τελευταία των οποίων θα είναι μέχρι το τέλος του έτους εντός του οποίου γνωστοποιείται η οφειλή. Σε περίπτωση καθυστέρησης της απόδοσης του ποσού της συμμετοχής ή δόσης αυτού, τα καθυστερούμενα ποσά επιβαρύνονται με πρόσθετα τέλη ίσα προς αυτά που επιβάλλονται από τον οργανισμό στον οποίον οφείλονται τα καθυστερούμενα.
γγ΄. Μετά τον ανωτέρω διακανονισμό παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον οργανισμό που απονέμει τη σύνταξη.
Ο ασφαλισμένος των παραπάνω οργανισμών, θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του οργανισμού που απονέμει τη σύνταξη από την ημέρα που αρχίζει η καταβολή της σύνταξής του.
Από την ίδια μέρα παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον ασφαλισμένο τους και δεν είναι πλέον δυνατή η αποδέσμευση του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση των οργανισμών αυτών. Ο χρόνος ασφάλισης, ο οποίος λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, λογίζεται για τον εφεξής χρόνο ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού που απένειμε τη σύνταξη(1). Ο χρόνος ασφάλισης που δεν μεταφέρεται με τους Κανόνες της Δ.Α. και δεν προσμετρείται ως συντάξιμος από τον απονέμοντα Οργανισμό, δεν διαγράφεται από το συμμετέχοντα Φορέα. Τέτοιες περιπτώσεις απαντώνται σε περιόδους ασφάλισης από αναγνώριση ή κανονικής - υποχρεωτικής ασφάλισης σε Φορέα αυτοτελώς απασχολουμένων, περίοδοι που δεν λαμβάνονται υπόψη για σύνταξη με 37ετούς ασφάλιση ή 11.000 ΗΕ χωρίς όριο ηλικίας από Φορείς μισθωτών (ν.3029/2002 άρθρ. 2 παρ. 2, ΔΕΝ 2002 σ.973), ή 35ετούς όμοιας ή 10.500 ΗΕ στο 58ο έτος της ηλικίας από το ΙΚΑ τουλάχιστον (ν.825/78 άρθρ. 10 παρ. 2).







------------------------------------------------------------------------------
(1) Ανάλογη ρύθμιση ήδη ισχύει με το ν.1405/83 άρθρ.5 παρ.7 (ΔΕΝ 1984 σ. 35).
Ε΄ Ε π ί λ ο γ ο ς.
Στην παρούσα εργασία αναπτύξαμε, συνοπτικά, το θεσμό της Δ.Α. όπως ίσχυε (περίπτ. Α) και όπως ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου 3232/2004 (περίπτ. Β΄ έως Δ΄) με σκοπό να καταδείξουμε κατά πόσον οι νεώτερες ρυθμίσεις κατατείνουν πράγματι σε απλοποίηση των διαδικασιών, την δι'αυτών επιτάχυνση της απονομής της σύνταξης και τελικά, όπερ και το σπουδαιότερο τη δικαίωση των προσδοκιών των ασφαλισμένων να μη χάνεται ποσό από τη σύνταξή τους, λόγω της Δ.Α.
α. Η καταγραφή, έχουμε τη γνώμη, δεν έδειξε αξιοσημείωτη βελτίωση με τις διατάξεις που θεσπίζονται. Άρα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και οι νέες ρυθμίσεις κινούνται στα αυτά περίπου επίπεδα, με τις παλαιές όμοιες. Υστερούν όμως οι νέες διατάξεις, και από άποψη διασαφήνισης ορισμένων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, όπως είναι π.χ. η ακριβής έννοια του άρθρ. 69 του ν.2084/92, κ.α.
β. Πέραν αυτού παρατηρείται και έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας για μια κατηγορία μισθωτών η οποία άλλαξε ή θα αλλάξει Φορέα ασφάλισης αναγκαστικά λόγω της συγχώνευσης της επιχείρησης στην οποία υπηρετούσαν, σε άλλη το προσωπικό της οποίας έχει άλλο Φορέα ασφάλισης, στον οποίο και υπήχθησαν έκτοτε. Η ερήμην των μισθωτών αλλαγή δεν νοείται να έχει επιπτώσεις σε βάρος των κοινωνικοασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, όπως στην πράξη συμβαίνει.
γ. Και κάτι ακόμη. Στο Τ.Α.Π.Ε. προβλέπεται από το Καταστατικό του (άρθρο 59, παρ. 9), ένα είδος αναπροσαρμογής των παλαιών αποδοχών τους σε τρέχουσες τιμές. Ορίζεται δηλαδή

ότι όταν ο ασφαλισμένος τους συνταξιοδοτείται σε χρόνο μεταγενέστερο από τη διακοπή της ασφάλισής του, όπως με τη Δ.Α. μπορεί να συμβεί, οι αποδοχές που ελάμβανε αναπροσαρμόζονται στο ύψος που είναι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση. Η αναπροσαρμογή αυτή ενδέχεται να μας δώσει αποδοχές ανώτερες του Δ.Τ.Κ. που προβλέπει ο νόμος. Επομένως, είτε θεωρηθούν καταργημένες οι αντίστοιχες Καταστατικές διατάξεις, είτε ισχύσουν δύο επάλληλες αναπροσαρμογές, απαιτείται ρητά περί τούτου νομοθετική ρύθμιση.
δ. Κατά την ταπεινή μας γνώμη η πλέον απλή, άκρως όμως δίκαιη λύση θα προέκυπτε εάν η Πολιτεία καταργούσε τα άρθρ. 11 του ν. 1405/83 (ΔΕΝ 1984 σ. 35) και άρθρ. 69 του ν.2084/92 (ΔΕΝ 1992 σ.1041), όπως τροποποιήθηκαν, ως προς τη Δ.Α. μεταξύ Ταμείων μισθωτών αφενός και Ταμείων Αυτοτελώς απασχολουμένων αφετέρου. Διακεκριμένα για κάθε κατηγορία από αυτές θα πρέπει να ισχύσει το άρθρ. 10 του πρώτου των ως άνω νόμων (1η μέθοδος υπολογισμού της σύνταξης, όπως ανωτέρω στην περίπτωση Α/3/α) αναλόγως προσαρμοσθησόμενο. Ο μεταξύ των Φορέων διακανονισμός μπορεί να συνεχίσει ως και μέχρι σήμερα με μια μικρή ίσως αλλαγή των συντελεστών.
Η τυχόν αποδοχή της ως άνω πρότασής μας είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει μεγαλύτερη επιβάρυνση στα ειδικά Ταμεία. Ας είναι. Αυτή θα έχει μεταβατικό χαρακτήρα, αφού τα πλείστα από τα ειδικά Ταμεία, 8 τον αριθμό, θα συγχωνευθούν στο ΙΚΑ από 1.1.2008 (ν.3029/2002 άρθρ. 5 παρ. 2, ΔΕΝ 2002 σ. 973), οπότε θα εκλείψει ο μεταξύ αυτού και ενός εκάστου ειδικού Ταμείου δεσμός Δ.Α. ΄Αλλωστε, τα ελλείμματα κάθε χρήσεως του ΙΚΑ έχει ήδη αναδεχθεί το Ελληνικό Δημόσιο με το ως άνω νόμο άρθρ. 4.