Π.Δ. 156/94 Υποχρέωση Ενημέρωσης Εργαζομένων


 1. Άρθρο 1: Σκοπός - Πεδίο εφαρμογής
 2. Άρθρο 2: Υποχρέωση ενημέρωσης
 3. Άρθρο 3: Τρόποι ενημέρωσης
 4. Άρθρο 4: Εργασία στην Αλλοδαπή
 5. Άρθρο 5: Μεταβολή των στοιχείων της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας
 6. Άρθρο 6
 7. Άρθρο 7: Κυρώσεις
 8. Άρθρο 8: 'Έναρξη ισχύος
 9. Ερμηνευτική εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας





Προεδρικό Διάταγμα 156/1994 : Ενημέρωση εργαζομένου για όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας.
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
 
'Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 1338/1983 "Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου" (Α' 34),όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του Ν. 1440/1984 "Συμμετοχή της Ελλάδος στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο Κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Άνθρακος και Χάλυβος και του Οργανισμού ΕNRAΤΟΜ" (Α' 70) και του άρθρου 31 του Ν. 2076/1992 "Ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις" (Α' 130).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 29Α του Ν. 1558/ 1985 (άρθρο 27 του Ν. 2081/1992) (Α' 154) και το γεγονός ότι από την έκδοση του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
3. Την αριθ. 132/1994 γνωμοδότηση του Συμβουλίου Επικρατείας, με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Εργασίας και Δικαιοσύνης, αποφασίζουμε:
 

Άρθρο 1: Σκοπός - Πεδίο εφαρμογής
 
1. Σκοπός του διατάγματος αυτού είναι η εναρμόνιση της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας προς τους ορισμούς της οδηγίας 91/533/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Οκτωβρίου 1991 "σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας" (Ε.Ε. των Ε.Κ. αριθ. L 288/32/18.10.1991 ).
2. Οι διατάξεις του παρόντος Π. Δ/τος εφαρμόζονται σε κάθε εργαζόμενο που συνδέεται με τον εργοδότη του με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας.
3. Δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος σε εργαζομένους των οποίων η συνολική διάρκεια απασχόλησης δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα και σε εργαζομένους σε μη συστηματικές αγροτικές απασχολήσεις.
 
Αρχή




Άρθρο 2: Υποχρέωση ενημέρωσης
 
1. Ο Εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.
2. Η πληροφόρηση σύμφωνα με την παρ. 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον τα
ακόλουθα:
 
α) Τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων.
β) Τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη.
 
γ) Τη θέση ή την ειδικότητα του εργαζόμενου, το βαθμό του, την κατηγορία της απασχόλησής του καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του.
 
δ) Την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο.
 
ε) Τη διάρκεια της άδειας με αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της.
 
στ) Το ύψος της αποζημίωσης που οφείλεται και τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόμενος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε περίπτωση λύσεως της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας με καταγγελία.
 
ζ) Τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος και την περιοδικότητα καταβολής τους.
 
η) Τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζόμενου.
 
θ) Αναφορά της συλλογικής ρύθμισης που έχει εφαρμογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζόμενου.
 
3. Η πληροφόρηση για τα στοιχεία των περιπτώσεων ε, στ, ζ και η της παραγράφου 2 μπορεί να γίνεται και με παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας.
 
Αρχή




Άρθρο 3: Τρόποι ενημέρωσης
 
1. Η ενημέρωση για τους όρους του άρθρου 2 παρ. 2 γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο, δύο μήνες το αργότερο από την έναρξη της εργασίας του και για τους ήδη απασχολουμένους δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, γραπτής σύμβασης εργασίας ή άλλου εγγράφου, υπό τον όρο ότι αυτό θα περιλαμβάνει όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό στοιχεία.
2. Αν η σύμβαση ή σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκέσει λιγότερο από δύο μήνες, το ανωτέρω έγγραφο παραδίδεται στον εργαζόμενο
κατά τη λήξη της.
 
Αρχή




Άρθρο 4: Εργασία στην Αλλοδαπή
 
Αν ο εργαζόμενος απασχοληθεί στην Αλλοδαπή με σύμβαση ή σχέση εργασίας που καταρτίσθηκε στην Ελλάδα, τα έγγραφα του προηγούμενου άρθρου θα πρέπει να του παραδοθούν πριν την αναχώρησή του και να περιέχουν τουλάχιστον τα εξής πρόσθετα στοιχεία:
α) Τη διάρκεια της εργασίας στο εξωτερικό.
β) Το νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλονται οι αποδοχές του.
γ) τα τυχόν πλεονεκτήματα σε χρήμα ή σε είδος, που συνδέονται με τον
εκπατρισμό και
δ) Τους τυχόν όρους επαναπατρισμού.
 
Αρχή




Άρθρο 5: Μεταβολή των στοιχείων της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας
1. Για κάθε μεταβολή των στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και στο άρθρο 4, ο εργοδότης πρέπει να συντάσσει σχετικό έγγραφο και να το παραδίδει στον εργαζόμενο το αργότερο ένα μήνα μετά την πραγματοποίηση της μεταβολής.
2. Το έγγραφο της παραγράφου 1 δεν είναι υποχρεωτικό σε περίπτωση τροποποίησης των σχετικών διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας, όταν παραπέμπουν σ' αυτές τα έγγραφα της παραγράφου 1 του άρθρου 3.
 
Αρχή




Άρθρο 6
 
Η παράλειψη του εργοδότη να χορηγήσει στον εργαζόμενο τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 3 δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας.
 
Αρχή




Άρθρο 7: Κυρώσεις
Σε κάθε υπόχρεο που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος, επιβάλλεται πρόστιμο με αιτιολογημένη πράξη του Επιθεωρητή Εργασίας που εκδίδεται μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου, ως ακολούθως:
α) Σε προσωπικές Επιχειρήσεις 30.000 - 100.000 δρχ.
β) Σε προσωπικές Εταιρείες, Ομόρρυθμες Εταιρείες ή Συμπράξεις Εταιρειών 101.000 - 200.000 δρχ.
γ) Σε Ανώνυμες Εταιρείες και Εταιρείες περιορισμένης Ευθύνης 201.000 - 500.000 δρχ.
δ) Σε περίπτωση υποτροπής εντός τριετίας επιβάλλεται το ανώτερο ποσό που προβλέπεται αντιστοίχως.
Η πράξη επιβολής προστίμου του Επιθεωρητή Εργασίας κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη, ο οποίος καταβάλλει το πρόστιμο με κατάθεση του Ποσού στο λογαριασμό του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.) που τηρείται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο παραβάτης μπορεί, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση, να προσφύγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
Αντίγραφο του δικογράφου της προσφυγής κοινοποιείται με την επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, εντός μηνός από της κατάθεσής της.
Μετά την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, τα σχετικά έγγραφα διαβιβάζονται στην Δ.Ο.Υ. της έδρας της επιχείρησης, το ποσό του προστίμου βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου και αποδίδεται κατά μήνα υπέρ του λογαριασμού του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (Α.Σ.Ε.) του Υπουργείου Εργασίας.
Αν ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης επιβολής προστίμου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αναστέλλεται η βεβαίωση του προστίμου στη Δ.Ο.Υ. μέχρι την κοινοποίηση της οριστικής απόφασης επί της προσφυγής, η οποία πλέον συνιστά και τον τίτλο βεβαιώσεως του Δημόσιου Ταμείου.
 
Αρχή




Άρθρο 8: 'Έναρξη ισχύος
 
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Υπουργό Εργασίας αναθέτουμε τη δημοσίευση και την εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.
 
Αθήνα, 2 Ιουλίου 1994
 
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
 
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ :ΕΥΑΓΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ: ΓΕΩΡΓ. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ
 
Αρχή




Ερμηνευτική εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας
 
 
Β. Άρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής:
 
Με την παρ. 2 του Π.Δ/τος καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής των ορισμών αυτού.
 
Ειδικότερα:
 
α) Το διάταγμα (άρθρο 1 παρ. 2), κατά τα οριζόμενα άλλωστε σε αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ/14-1 έχει εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους που συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως εξάλλου προκύπτει από την αδιάσειστη διατύπωση της σχετικής διάταξης οι εισαγόμενες με το διάταγμα υποχρεώσεις των εργοδοτών, που απασχολούν εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας έχουν εφαρμογή σε κάθε εργοδότη, ακόμη και σε εργοδότες που δεν ασκούν επιχείρηση ή εκμετάλλευση (π.χ. ιδρύματα, σωματεία, συμβολαιογραφεία, δικηγορικά γραφεία κ.λπ.).
 
β) Αντίθετα από το πεδίον εφαρμογής των ορισμών του διατάγματος δεν καλύπτονται όλα τα πρόσωπα που παρέχουν γενικώς εργασία, αλλά μόνο αυτά που συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας. Διότι όπως είναι γνωστό, εργασία είναι δυνατό να παρέχεται όχι μόνο στο πλαίσιο της ειδικής έννομης σχέσεως που έχει ως αντικείμενο ακριβώς την παροχή εξαρτημένης εργασίας, όπως η έννοια αυτής έχει διαμορφωθεί από τη θεωρία του εργατικού δικαίου και τη νομολογία των δικαστηρίων, αλλά και στο πλαίσιο άλλων διαφορετικών κατά τη φύση τους εννόμων σχέσεων όπως η σύμβαση έργου (άρθρα 681 κ.επ.Α.Κ.), η σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η σύμβαση εντολής (άρθρα 713 κ.επ.Α.Κ.), η σύμβαση εταιρίας (άρθρα 741 κ.επ.Α.Κ.), η σύμβαση μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου κ.λπ.
 
Με τον ρητό περιορισμό του κύκλου των εργαζομένων που υπάγονται στο διάταγμα εν αναφορά με τη μορφή της έννομης σχέσεως παροχής της εργασίας τους, ο νομοθέτης θέλησε να προσδώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην έννοια της προστασίας των επαγγελματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων εκείνης της κατηγορίας των εργαζομένων που υπόκεινται έναντι του εργοδότη τους σε προσωπική και νομική εξάρτηση μεγαλύτερου βαθμού.
 
Κατά συνέπεια, εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του παρόντος διατάγματος οι παρέχοντες εργασία με βάση άλλη πλην της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, μορφή έννομης σχέσεως παροχής εργασίας.
 
γ) 'Οπως προαναφέρθηκε, οι διατάξεις του διατάγματος εφαρμόζονται σε κάθε εργαζόμενο που συνδέεται με τον εργοδότη του με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας. Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης εκδήλωσε κατά τρόπο σαφή και ρητό την πρόθεσή του να υπαγάγει στις προστατευτικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετήματος όχι μόνον τους εργαζομένους, που συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αλλά και τους εργαζομένους εκείνους που συνδέονται με αυτόν με σχέση εργασίας, δηλαδή με την έννομη εκείνη σχέση που δημιουργείται από το γεγονός της πραγματικής απασχόλησης του εργαζομένου διά της παροχής εξαρτημένης εργασίας με την ένταξη της σχέσεως εργασίας στην επιχείρηση κ.λπ. ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο δημιουργήθηκε και την τυχόν στήριξή της σε έγκυρη, ή άκυρη, ή ακυρώσιμη ή ελαττωματική σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας.
 
Με την παράγραφο 2 του Π.Δ/τος ορίζεται ρητώς ότι εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του διατάγματος οι εργαζόμενοι των οποίων η συνολική διάρκεια απασχολήσεως δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα, καθώς και οι εργαζόμενοι σε μη συστηματικές αγροτικές απασχολήσεις.
 
Η βούληση του νομοθέτη είναι προφανής. Με τις ανωτέρω εξαιρέσεις υλοποιείται η επιδίωξη αυτού να μην θέτει εμπόδια σε περιπτωσιακές, περιστασιακές και περιορισμένης φύσεως εργασίες για τις οποίες η υποχρέωση να παρέχεται κάθε φορά γραπτή ενημέρωση θα σήμαινε μια διοικητική επιβάρυνοη που δεν θα συνέβαλε στη διατήρηση μιας ορισμένης ελαστικότητας στην εργασιακή σχέση, αλλά αντίθετα θα δημιουργούσε ένα πρόσθετο βάρος στους εργοδότες, ιδίως σης μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
 
Κατά συνέπεια οι διατάξεις του παρόντος διατάγματος έχουν εφαρμογή τόσο στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου όσον και στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλέπετε και άρθρο 2 παράγρ, 2 εδάφ, δ'), εφόσον βεβαίως οι τελευταίες έχουν χρονική διάρκεια που υπερβαίνει τον ένα μήνα όπως προκύπτει από τη διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 1.
 
Γ. Άρθρο 2 - Υποχρέωση ενημέρωσης
 
Με το άρθρο αυτό (παραγρ. 1) θεσπίζεται ρητώς υποχρέωση του εργοδότη να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας.
 
Περιβάλλεται λοιπόν νομοθετικό μανδύα και καθίσταται θεσμός του εργατικού δικαίου ο στόχος του διατάγματος και της οδηγίας σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην οικεία παράγραφο.
 
Με την παράγραφο 2 ορίζονται κατ ελάχιστον όριον οι ουσιώδεις όροι της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας για το περιεχόμενο των οποίων ο εργοδότης υπέχει την ευθύνη να ενημερώσει, σύμφωνα με την παράγρ. 1, κάθε εργαζόμενο.
 
Ως ουσιώδεις όροι της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας, ως στοιχεία δηλαδή που, κατά την έννοιαν αυτού του διατάγματος, απαιτούνται για να έχει ο εργαζόμενος μια κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη γνώση του όλου πλέγματος της εργασιακής του σχέσεως, θεωρούνται οι ακόλουθοι:
 
α. τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων:
 
Ως στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων μερών (εργοδότης - εργαζόμενος) θεωρούνται τα στοιχεία εκείνα από τα οποία είναι δυνατό να συνάγεται κατά τρόπο σαφή, ασφαλή και βέβαιο η ταυτότητα του ενεργούντος προσώπου, όπως: ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, όνομα μητρός, αριθμός - δελτίου ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας.
 
Αν εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, θα αναγράφεται η πλήρης επωνυμία αυτού και επιπροσθέτως, υποχρεωτικώς, τα ανωτέρω στοιχεία ταυτότητας του νομίμου εκπροσώπου ή του διαχειριστού αυτού, κατά περίπτωση.
 
Σε περίπτωση που η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας υπογράφεται από πρόσωπο που έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηοη από τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, τότε, θα αναγράφονται απαραιτήτως και τα στοιχεία ταυτότητας του υπογράφοντος τη σύμβαση.
β. τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρηοης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη:
 
Θα αναγράφονται τα προσδιοριστικά γεωγραφικά και λοιπά στοιχεία του τόπου, στον οποίο κατά τρόπο μόνιμο και συνήθως ο εργαζόμενος υποχρεούται αλλά και δικαιούται να παρέχει τις υπηρεσίες του, του τόπου στον οποίο βρίσκεται η έδρα του εργοδότη, ή του τόπου στον οποίο βρίσκεται η κατοικία του.
 
γ. η θέση (όπου προβλέπεται σύμφωνα με το ισχύον ή εφαρμοζόμενο σύστημα οργανωτικής δομής και λειτουργικής διαδικασίας της μονάδας), ή την ειδικότητα του εργαζομένου (π.χ. λογιστής - οδηγός αυτοκινήτου - αποθηκάριος, σερβιτόρος), το βαθμό του (π.χ. διευθυντής Α' - τμηματάρχης όπου ισχύει ή εφαρμόζεται σύστημα βαθμολογικής ιεραρχίας), την κατηγορία της απασχόλησής του (π.χ. διοικητικός, τεχνικός, νοσηλευτικός, υπηρετικός, ιατρικός εκπαιδευτικός κλάδος, πληροφορικής κ.λπ), καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του (μια συνοπτική περιγραφή της παρεχόμενης εργασίας).
 
δ. Την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο.
 
Θα αναγράφονται οι ακριβείς χρονικοί προσδιορισμοί από τους οποίους θα προκύπτει με σαφήνεια και βεβαιότητα η έναρξη της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας.
 
Θα αναγράφεται επίσης, αν πρόκειται για σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, η ένδειξη "Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου" και αν πρόκειται για σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου η ένδειξη "Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου" συμπληρουμένη απαραιτήτως και από τη χρονική διάρκεια αυτής που μπορεί να καθορίζεται με ακριβείς χρονικούς προσδιορισμούς ή να συνάγεται εκ του είδους και του σκοπού αυτής (π.χ. πρόσληψη για την εκτέλεση ορισμένου έργου, κ.λπ.).
 
ε. Τη διάρκεια της άδειας με αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της:
 
Θα αναγράφεται ο αριθμός των εργάσιμων ημερών ετήσιας άδειας με αποδοχές που δικαιούται κάθε εργαζόμενος σύμφωνα με το χρόνο υπηρεσίας του, το σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας (πενθήμερο ή εξαήμερο) που εφαρμόζεται στην επιχείρηση, το σύστημα μερικής απασχόλησης ή διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας κ.λπ.
 
Θα προσδιορίζεται επίσης ο τρόπος χορηγήσεως της άδειας (π.χ. σε αλλεπάλληλες εργάσιμες ημέρες ή τμηματικά με τις προϋποθέσεις βέβαια του άρθρου 7 της από 26.1.77 ΕΓΣΣΕ άρθρο (νόμου 549/77 και άρθρο 7 Ν. 1837/89).
 
Τέλος, θα καθορίζεται και ο χρόνος χορηγήσεως της άδειας.
 
στ. Το ύψος της αποζημίωσης που οφείλεται και τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόμενος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας με καταγγελία:
 
Το ύψος της αποζημιώσεως ενός εργαζόμενου που συνδέεται με τον εργοδότη του με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εξαρτάται από τη διάρκεια αυτής (εργασιακής σύμβασης ή σχέσεως), από την ιδιότητα του εργαζόμενου ως υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη και από το σύνολο των τακτικών αυτού αποδοχών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις (Ν. 2112/20, Β.Δ. 16/18.7.20, Ν. 3198/55, Ν. 435/76 όπως αυτοί τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα).
Για τις προθεσμίες προειδοποιήσεως ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Ν. 2112/20 και του Β.Δ. της 16/18.7.20. Σας υπενθυμίζουμε όμως ότι σε περίπτωση καταγγελίας, εκ μέρους του εργοδότη, της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών δεν ισχύει το σύστημα της με προειδοποίηση καταγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.
3198/55.
 
Για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 669-674 Αστικού Κώδικα.
 
ζ. Τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος και την περιοδικότητα καταβολής τους.
 
Θα απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται εργαζόμενος για την απασχόλησή του κατά το νόμιμο ή συμβατικά εφαρμοζόμενο ωράριο εργασίας (βασικός μισθός νόμιμος ή συμπεφωνημένος, επίδομα προϋπηρεσίας, επίδομα οικογενειακών βαρών, άλλα επιδόματα κ.τ.λ.). Πέραν των ανωτέρω θα αναγράφονται επίσης και οι προσαυξήσεις για εργασία κατά Κυριακές, εξαιρέσιμες και νύχτες, οι πρόσθετες αμοιβές και προσαυξήσεις για υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, καθώς και οι πάσης φύσεως οικειοθελείς παροχές μισθολογικού χαρακτήρα.
 
Η περιοδικότητα καταβολής των αποδοχών καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 655 Π.Κ. του άρθρου 12 της 95/1940 Δ.Σ.Ε. (Ν. 3248/55) και του άρθρου 2 του Β.Δ. τπς 24-7/21.8.20.
 
η. Τη διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζόμενου.
 
Θα αναγράφονται οι ώρες της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζομένου, νόμιμες ή συμβατικές.
 
θ. Αναφορά της συλλογικής ρύθμισης που έχει εφαρμογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζόμενου.
 
Θα αναγράφεται με τα πλήρη στοιχεία της η συλλογική σύμβαση εργασίας, ή η απόφαση διαιτησίας, ή η υπουργική απόφαση που έχει εφαρμογή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζόμενου.
 
Με την παράγραφο 3 παρέχεται η ευχέρεια στον εργοδότη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για ενημέρωση του εργαζόμενου για ορισμένους από τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και συγκεκριμένα για τους αναφερόμενους στα εδάφια ε), στ), (ζ) και η) με παραπομπή διά των εγγράφων της παρ. 1 του άρθρ. 3 στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν το περιεχόμενο αυτών.
 
Η με τον ανωτέρω τρόπο ενημέρωση του εργαζόμενου δεν έχει την ένα μιας γενικής και αόριστης αναφοράς στις ισχύουσες διατάξεις, αλλά αναλυτικής και πλήρους αναφοράς των συγκεκριμένων διατάξεων που ρυθμίζουν τα αντίστοιχα θέματα (π.χ. αριθμός νόμου, διατάγματος κτλ., αριθμός άρθρου, παραγράφου κτλ.).
 
Ι. Άρθρο 3. Τρόποι ενημέρωσης:
 
Με το άρθρο 3 ορίζονται:
 
α. Ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο εργοδότες εκπληρώνει από το άρθρο 2 θεσπιζόμενη υποχρέωσή του: Σύμφωνα λοιπόν με τους ορισμούς του άρθρου 3 η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση του εργαζομένου για τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας υλοποιείται με πραγματική παράδοση στον εργαζόμενο κατ' επιλογή του εργοδότη.
 
αα) Γραπτής συμβάσεως εργασίας ή
 
ββ) 'Άλλου εγγράφου (π.χ. γραπτής δήλωσης ή επιστολής).
 
Σε περίπτωση που ο εργοδότης επιλέγει την πληροφόρηση του εργαζόμενου με παράδοση "άλλου εγγράφου" αυτός και μόνο οφείλει να υπογράψει από το έγγραφο και να κρατά αντίγραφο. Ο δε εργαζόμενος θα υπογράφει ότι παρέλαβε αυτό όχι επί αυτού τούτου του θέματος του εγγράφου του παραδόθηκε, αλλά σε άλλο έντυπο.
 
'Οσο η γραπτή σύμβαση, όσο και το "άλλο έγγραφο" θα περιλαμβάνουν όλους τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας.
 
β. Ο χρόνος παράδοσης του κατά περίπτωση από τον εργοδότη επιλεγέντος μέσου (παραστατικού) πληροφόρησης του εργαζόμενου: Ο χρόνος παραδόσεως διαφοροποιείται ανάλογα με το αν πρόκειται νεοπροσλαμβανόμενο ή για ήδη απασχολούμενο εργαζόμενο, καθώς ανάλογα με το χρόνο που διήρκηοε η σύμβαση ή η σχέση εργασίας. Έτσι:
 
αα) Για τους νεοπροσλαμβανόμενους, η παράδοση γραπτής συμβάσεως άλλου εγγράφου γίνεται μέσα σε δύο (2) μήνες το αργότερο από την έναρξη
της εργασίας τους.
 
ββ) Για τους ήδη απασχολούμενους, η παράδοση γραπτής συμβάσεως ή άλλου εγγράφου γίνεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του διατάγματος. Με δεδομένο ότι η ισχύς του διατάγματος αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 8 αυτού, από την ημέρα δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από την 5.7.94, η υποχρέωση του εργοδότου για παράδοση στον εργαζόμενο ενός εκ των ανωτέρω μέσων πληροφορήσεως αυτού έληξε την 5.9.94. Ήδη, όμως, για τους λόγους που εκτίθενται στην αριθ. Οικ. 3037/6.9.94 εγκύκλιό μας, παρακαλείοθε όπως επιβάλλετε τις προβλεπόμενες από το άρθρο 7 του διατάγματος κυρώσεις κατά των παραβατών αυτού για παραβάσεις που διαπιστώνετε μετά την 31.10.94 και
 
γγ) Για εργαζόμενους των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκέσει λιγότερο από δύο μήνες, με την επιφύλαξη παραγράφου 3 του άρθρου 1 η γραπτή σύμβαση εργασίας ή το "άλλο έγγραφο" παραδίδεται στον εργαζόμενο κατά τη λήξη της.
 
Ε. Άρθρο 4. Εργασία στην αλλοδαπή:
 
Με στόχο την εξασφάλιση αποτελεσματικότερης προστασίας των εργαζομένων, σε περίπτωση που αυτοί θα απασχοληθούν στην αλλοδαπή, λαμβάνονται με το άρθρο 4 μέτρα ειδικής πρόνοιας, τόσο για τον χρόνο ενημερώσεως αυτών όσο και για το περιεχόμενο της ενημερώσεως. Είναι γεγονός ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι πρόκειται να απασχοληθούν στο εξωτερικό είναι και πολλά και σύνθετα. Οι συνήθως σκληρές συνθήκες εργασίας και η έλλειψη επαρκούς προστασίας καθιστούν επιτακτική την ανάγκη παρέμβασης της πολιτείας, κάτι που έγινε με τον Ν. 1429/84, με στόχο να γνωρίζει ο εργαζόμενος τα βασικά στοιχεία που συνδέονται και με τις ιδιαίτερες καταστάσεις που δημιουργεί η μετακίνησή του σε άλλη χώρα.
 
Η διάταξη του άρθρου 4 θεσμοθετεί τον στόχο αυτό. Έτσι, ορίζεται ότι εργαζόμενος απασχοληθεί στην αλλοδαπή με σύμβαση ή σχέση εργασίας καταρτίσθηκε στην Ελλάδα, η γραπτή σύμβαση εργασίας ή "το άλλο έγγραφο" θα πρέπει να του παραδοθούν πριν την αναχώρησή του. Θα πρέπει, λοιπόν, ο εργαζόμενος να γνωρίζει εκ των προτέρων τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή της σχέσεως εργασίας, όπως αυτοί καταγράφονται στο άρθρο 2 παράγρ. 2. Ο νομοθέτης, όμως, δεν αρκείται σ' αυτό, αλλά απαιτεί περαιτέρω να καταχωρούνται στα ανωτέρω μέσα ενημερώσεως του εργαζόμενου και ορισμένοι πρόσθετοι όροι που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από τη μετακίνηση αυτού. Και οι όροι αυτοί δεν μπορεί παρά να είναι σε γνώση του εργαζόμενου πριν από τη μετάβασή του στην αλλοδαπή. Οι όροι αυτοί αφορούν:
 
α. Τη διάρκεια της εργασίας στο εξωτερικό.
 
β. Το νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλονται οι αποδοχές του.
 
γ. Τα τυχόν πλεονεκτήματα σε χρήμα ή σε είδος, που συνδέονται με τον εκπατρισμό και
 
δ. τους τυχόν όρους επαναπατρισμού.
 
Ζ. Άρθρο 5. Μεταβολή των στοιχείων της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.
Κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της συμβάσεως ή της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας είναι δυνατό να δοκιμάζεται και να μεταβάλλεται η λειτουργία της σύμφωνα με τους όρους που είχαν συμφωνηθεί.
Παρατηρούνται μεταβολές συνθηκών, γενικών ή ειδικότερων, διάφορα περιστατικά, ειδικές ανάγκες, προσωπικές καταστάσεις μερών κ.λπ., που συνθέτουν σε μιά δεδομένη στιγμή το πλαίσιο τροποποιήσεων των όρων εργασίας.
 
Η διαμόρφωση της νέας καταστάσεως που δημιουργείται από μία ενδεχόμενη μεταβολή των όρων εργασίας και η ανάγκη μιας ολοκληρωμένης και πραγματικής προστασίας του συμφέροντος του εργαζομένου για ενημέρωση, επιβάλλουν την υποχρέωση μιας δυναμικής, συνεχούς και σύνθετης πληροφορήσεως αυτού.
 
Ο νομοθέτης, συνεπώς στους στόχους του, θεσπίζει με την παράγραφο 1 υποχρέωση του εργοδότη να καθιστά εγγράφως γνωστή στον εργαζόμενο κάθε μεταβολή που επέρχεται στους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, όπως αυτοί περιγράφονται στο άρθρο 2 παράγρ. 2, καθώς και στα πρόσθετα στοιχεία του άρθρου 4.
 
Η γνωστοποίηση της όποιας μεταβολής θα γίνεται κατά τους ορισμούς της παραγράφου 1, ως εξής:
 
α. Ο εργοδότης θα συντάσσει σχετικό έγγραφο στο οποίο θα αναφέρεται με σαφήνεια και ακρίβεια η επελθούσα μεταβολή.
 
β. Ο εργοδότης θα παραδίδει πραγματικώς το έγγραφο αυτό στον εργαζόμενο μέσα σε προθεσμία ενός το αργότερο μηνός από το χρονικό σημείο επελεύσεως της μεταβολής.
 
Περαιτέρω, ο νομοθέτης με τη φροντίδα να μην υπάρξει μεγαλύτερη γραφειοκρατική επιβάρυνση των εργοδοτών ορίζει στην παράγραφο 2 ότι: "Το έγγραφο της παραγράφου 1 δεν είναι υποχρεωτικό σε περίπτωση τροποποιήσεως των σχετικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, όταν παραπέμπουν σ' αυτές τα έγγραφα της παραγράφου 1 του άρθρου 3".
 
Είναι γνωστό, όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, ότι η πληροφόρηση του εργαζόμενου με παραπομπή, μέσω γραπτής συμβάσεως ή άλλου εγγράφου, στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, μπορεί να γίνει αποκλειστικά και μόνο για τους στα εδάφια (ε), (στ), (ζ) και (η) της παραγρ. 2 του άρθρου 2 αναφερόμενους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας (άρθρα 2, και 3 και 3 παράγρ. 1).
 
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για να χωρήσει απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση συντάξεως και παραδόσεως στον εργαζόμενο του εγγράφου της παρ. 1 του άρθρου 5 πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
 
α. Να μεταβάλλονται αποκλειστικά και μόνο ένας ή και περισσότεροι από τους στα εδάφια (ε), (στ), (ζ) και (η) της παρ. 2 του άρθρου 2 αναφερόμενους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως ή τ ης σχετικής εργασίας.
 
β. Οι μεταβολές αυτές να οφείλονται σε τροποποιήσεις των σχετικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν το περιεχόμενο αυτών των όρων και
γ. Να παραπέμπουν στις σχετικές αυτές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τα έγγραφα της παραγρ. 1 του άρθρου 3, δηλαδή η γραπτή σύμβαση ή το άλλο έγγραφο.
 
Κατ' ακολουθία, δεν συντρέχει απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση συντάξεως και παραδόσεως στον εργαζόμενο του εγγράφου της παραγρ. 1 του άρθρου 5, όταν μεταβάλλονται οι στα εδάφια (α), (β), (γ) και (δ) της παραγρ. 2 του άρθρου 2 ουσιώδεις όροι της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας και/ή τα πρόσθετα στοιχεία του άρθρου 4, είτε μεταβάλλονται συγχρόνως είτε όχι και οι ουσιώδεις όροι της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας για τη μεταβολή των οποίων ο εργοδότης δεν υπέχει ευθύνη γνωστοποιήσεως στον εργαζόμενο. Οίκοθεν νοείται ότι σε περίπτωση ταυτόχρονης μεταβολής, η υποχρέωση του εργοδότη για πληροφόρηση περιορίζεται μόνο στους όρους εκείνους για τους οποίους υπέχει τέτοια υποχρέωση.
 
Η. Άρθρο 6
 
Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι η παράλειψη του εργοδότη να χορηγήσει στον εργαζόμενο τα έγγραφα της παραγρ. 1 του άρθρου 3, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως εργασίας. Όταν λοιπόν συντρέχουν οι γενικές και ειδικές (ουσιαστικές - τυπικές) προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις για την έγκυρη κατάρτιση της ατομικής συμβάσεως εργασίας, η παράλειψη του εργοδότη να εγχειρίσει στον εργαζόμενο γραπτή
σύμβαση εργασίας ή άλλο έγγραφο δεν επιφέρει ακυρότητα αυτής.
 
Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε κατ' ουσία η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση του εργαζομένου και το δικαίωμα του τελευταίου να διαθέτει ένα γραπτό παραστατικό γραπτής απεικονίσεως της εργασιακής του συμβάσεως να αναχθούν σε προϋπόθεση του κύρους αυτής.
Συνεπώς, το διάταγμα (βλέπετε και άρθρο 6 της οδηγίας) δεν θίγει τους κανόνες και τις πρακτικές που αφορούν τη μορφή της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, το καθεστώς των αποδεικτικών στοιχείων της υπάρξεως και του περιεχομένου της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας καθώς και τους διαδικαστικούς κανόνες που είναι εν προκειμένω εφαρμόσιμοι.
 
Θ. Άρθρο 7
 
Στο άρθρο 7 προβλέπεται π επιβολή διοικητικής κυρώσεως (προστίμου) στους παραβάτες των διατάξεων του Προεδρικού αυτού Διατάγματος. Επειδή
πρόκειται για λήψη δυσμενούς διοικητικού μέτρου, υπό μορφή κυρώσεως σε βάρος παραβάτου, για υπαίτια συμπεριφορά, προβλέφθηκε η διαδικασία της ακρόασης, πριν από την έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου.
 
Σχετικά με τη διαδικασία της ακρόασης, ο παραβάτης θα καλείται από το αρμόδιο για την επιβολή του προστίμου όργανο, στην υπηρεσία του, για παροχή εξηγήσεων, διευκρινίσεων κλπ., οι οποίες μπορεί να παρέχονται είτε προφορικά είτε γραπτά.
 
Στη συνέχεια, θα γίνεται εκτίμηση όλων των στοιχείων και στην περίπτωση που θα αποφασισθεί η έκδοση πράξεως επιβολής προστίμου, η επιμέτρηση αυτού θα γίνεται σύμφωνα με την κλιμάκωση που προβλέπει η υπόψη διάταξη.
 
Σε προσωπικές επιχειρήσεις (δηλαδή ατομικές επιχειρήσεις) 30.000 - 100.000 δρχ. και ούτω καθεξής.
 
3. Οίκοθεν νοείται ότι οι δια του Π.Δ/τος επιβαλλόμενες στον εργοδότη υποχρεώσεις δεν θα πρέπει να εκληφθούν εκ μέρους των συμβαλλομένων ως μια "απροσδόκητη ευκαιρία" ως μια "έντεχνη και μάλιστα νομοθετική κατοχυρωμένη μεθόδευση" μεταβολής των όρων και δη των ουσιωδών, της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας σε βάρος των εργαζομένων. Μία τέτοια συλλογική ούτε αποδίδει, ούτε ερμηνεύει σωστά τις προθέσεις του νομοθέτη και τη φιλοσοφία της ρύθμισης. Οι μεταβολές των όρων εργασίας, ενίοτε βλαπτικές για τον εργαζόμενο αποτελούν ένα φαινόμενο - απόρροια της δυναμικής πορείας και εξέλιξης της εργασιακής σχέσης στον χρόνο - και δεν θα εκδηλωθεί για πρώτη φορά με την έκδοση του Π.Δ/τος.
Άλλωστε, τα δικαιώματα των εργαζομένων, σε περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των εργασιακών όρων ούτε φαλκιδεύονται, πολύ δε περισσότερο, ούτε καταργούνται από τους ορισμούς του Π.Δ/τος. Απομένει μόνο στους εργαζόμενους να ελέγχουν με τη δέουσα προσοχή τα έγγραφα που θα τους παραδοθούν και να απαιτούν να αποδίδουν τα πράγματι συμφωνηθέντα.Αρχή

Αν μπορέσουμε να κατανοήσουμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από εκείνα που μας χωρίζουν... τότε...
Σύλλογος