Νόμοι 2112/20 και 3198/55 για τις απολύσεις

Ν. 2112/20 : Περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων
  
Άρθρο 1 :
"Απόλυσις ιδιωτικού υπαλλήλου, όστις προσελήφθη επί χρόνω μη ωρισμένω, εφ' όσον ούτος διήρκεσεν υπέρ του δύο μήνας, δεν δύναται να λάβη χώραν άνευ προηγουμένης εγγράφου καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως, ήτις δεον να γίνη κατά τους κάτωθι όρους :
α) Δι' υπαλλήλους υπηρετήσαντας μέχρις ενός έτους, τριάκοντα ημέρας προ της απολύσεως.
β) Δι' υπαλλήλους υπηρετήσαντας πλέον του έτους ,αλλ' ουχί και πλέον των τεσσάρων ετών ,εξήκοντα ημέρας προ της απολύσεως.
γ) Δι' υπαλλήλους συμπληρώσαντας τετραετή υπηρεσίαν, τρεις μήνας προ της απολύσεως.
δ) Δι' υπαλλήλους συμπληρώσαντας εξαετή υπηρεσίαν, τέσσαρας μήνας προ της απολύσεως.
ε) Δι' υπαλλήλους συμπληρώσαντας οκταετή υπηρεσίαν, πέντε μήνας προ της απολύσεως. ς) Δι' υπαλλήλλους συμπληρώσαντας δεκαετή υπηρεσίαν, εξ μήνας προ της απολύσεως.
ζ) Δια πάν έτος υπηρεσίας υπέρ την δεκαετίαν προστίθενται εις τα άνω χρονικά όρια τριάκοντα ημέραι, μέχρι το πολύ δύο ετών" (αντικ. του άρθρου 1 από το άρθρο 1 του Ν. 4558/30).
Άρθρο 2 :
Ο εργοδότης οφείλει να εκδώση δια τον απολυόμενον υπάλληλον πιστοποιητικόν περί του είδους και της διαρκείας της εκτελεσθείσης υπηρεσίας του επί τη ειδική δε αιτήσει του υπαλλήλου και περί του ποιού και της διαγωγής αυτού.

Άρθρο 3 :
1. Εργοδότης, παραμελών την κατά τα ανωτέρω υποχρέωσιν καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως, οφείλει να καταβάλη εις τον απολυόμενον υπάλληλον αποζημίωσιν ίσην προς το σύνολον των τακτικών αποδοχών ας θα ελάμβανε κατά τον χρόνον προ του οποίου έδει να γίνη η καταγγελία, πλην αν εκ συμβάσεως ή εθίμου οφείλεται μεγαλυτέρα αποζημίωσις.
(Περί του τρόπου της καταγγελίας συμβάσεως εργασίας και αποζημιώσεως των απολυομένων βλ. και Ν. 3198/55 περί τροποποιήσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων. )

"Η κατά το άρθρο 1 προειδοποίησις, δεν απαλλάσσει τον εργοδότην της υποχρεώσεως προς αποζημίωσιν του υπαλλήλου δια του (τετάρτου) της αποζημιώσεως ην έδει να καταβάλλει ο εργοδότης κατά το προηγούμενον εδάφιον, εκτός αν εκ συμβάσεως ή εθίμου οφείληται μεγαλυτέρα τυχόν αποζημίωσις"
(προσθ. του μέσα σε "" εδαφίου από το άρθρο 2 του Ν. 4558/30).

2. Ως τακτικοί αποδοχαί υπαλλήλου θεωρούνται ο μισθός, ως και πάσα άλλη παροχή, εφ' όσον δίδεται αντί μισθού, οίον παροχαί εις είδος, προμήθεια κλπ. Ποσοστά επί κερδών ή εισπράξεων ή άλλης φύσεως συμμετοχή εις επιχείρησιν, εφ' όσον χορηγούνται ανεξαρτήτως της κανονικής αμοιβής της εργασίας, δεν θεωρούνται τακτικαί αποδοχαί, πλην εναντίας συμφωνίας ή εθίμου.

(Το άρθρο 3 είχεν αντικατασταθή δια του άρθρου 5 Α.Ν. 99/67, όπερ κατηργήθη αφ' ής ίσχυσεν δια της παρ.1 άρθρ. 2 Α.Ν. 173/67 εφαρμοζομένων των ανωτέρω προισχυουσών διατάξεων.)
  
Άρθρο 4 :
Υπάλληλος προτιθέμενος να λύση την υπαλληλικήν σύμβασιν προς εργοδότην οφείλει ωσαύτως να καταγγείλη ταύτην προ χρόνου ίσου προς το ήμισυ του εν άρθρω 1 δια τον εργοδότην ωρισμένου.
Ο χρόνος όμως ούτος εν ουδεμία περιπτώσει θέλει υπερβή τους τρεις μήνας, ουδ' η αποζημίωσις, εν περιπτώσει παραβάσεως της υποχρεώσεως προς καταγγελίαν, το αντιστοιχούν εις τρεις μήνας κατά το άρθρον 3 ποσόν.
  
Άρθρο 5 :
Δύναται ο εργοδότης να καταγγείλη την σύμβασιν άνευ τηρήσεως προθεσμίας τινός, εάν εναντίον του υπαλλήλου υπεβλήθη μήνυσις δι' αξιόποινον πράξιν διαπραχθείσαν εν τη εξασκήσει της υπηρεσίας του ή απηγγέλθη κατ' αυτού κατηγορία δι αδίκημα εν γένει φέρον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος.
2. Υπάλληλος, απαλλαγείς δια βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως των ως άνω κατηγοριών, δικαιούται να ζητήση την κατά το άρθρον 3 αποζημίωσιν.
3. Αποχή υπαλλήλου, από της εργασίας οφειλομένη εις βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένειαν, προσηκόντως αποδεδειγμένην ή προκειμένου περί γυναικός, εις λοχείαν, δεν θεωρείται ως λύσις της συμβάσεως εκ μέρους αυτού.
"Ως βραχείας διαρκείας ασθένεια ερμηνεύεται η διαρκούσα ένα μήνα δι' υπαλλήλους υπηρετούντας μέχρι τεσσάρων ετών, τρεις μήνας δι' υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των τεσσάρων ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα ετών, τέσσαρας μήνας δι' υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των δέκα ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα πέντε ετών, και εξ μήνας δια τους υπηρετούντας επί χρόνον ανώτερον των δέκα πέντε ετών"
(προσθ. των μέσα σε "" εδαφίων από το άρθρο 3 του Ν. 4558/30).
  
Άρθρο 6 :
1. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογήν των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος Νόμου.
2. "Εν περιπτώσει πτωχεύσεως της επιχειρήσεως ο εκμισθωτής εργασίας λαμβάνει την ην εκ του Νόμου τούτου δικαιούται, πλήρη αποζημίωσιν , κατατασσόμενος μεταξύ των εν άρθρω 940 και 991 Πολ. Δικονομίας προνομιακών δανειστών και κατά την εν αυτοίς σειράν. Κατά τον αυτόν τρόπον ικανοποιείται και υφισταμένη περί τοιαύτης αποζημιώσεως απαίτησις και εις περίπτωσιν αναγκαστικής εκτελέσεως καθ' οιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εργοδότου" (αντικ. της παρ. 2 από το άρθρο 12 του Ν. 3252/55).
"Αι § § 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί των προ της ισχύος αυτού απολυθέντων, εφ' όσον δεν έχει περατωθή η διαδικασία της πτωχεύσεως, είτε δια συνενώσεως των δανειστών είτε δια συμβιβασμού είτε εξ άλλου λόγου". - ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΕΔΑΦΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12 ΤΟΥ Ν. 3252/55, ΦΕΚ 142 Α, ΟΠΩΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΤΟΥ Ν. 3464/55, ΦΕΚ 350 Α'.
"Υπάλληλος απολυόμενος ένεκα διακοπής της εργασίας, λόγω πυρκαιάς, ή άλλου περιστατικού ανωτέρας βίας, καθ' ων τυγχάνει ησφαλισμένος ο εργοδότης, δικαιούται εις τα 2/3 της κατά το άρθρον 3 εδαφ. πρώτον αποζημιώσεως"
(προσθ. του μέσα σε "" εδαφίου από το άρθρο 4 του Ν. 4558/30).
Άρθρον 7 :
Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλέπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου.
"Ως μία τοιαύτη θεωρείται εν πάση περιπτώσει η μετάθεσις του υπαλλήλου εις γραφείον λειτουργούν εν τη αλλοδαπή, εφ' όσον δεν αποδέχεται την μετάθεσιν ο μετατιθέμενος υπάλληλος"
(προσθ. του μέσα σε "" εδαφίου από το άρθρο 5 του Ν. 4558/30).
 Άρθρο 8 :
Ειναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον πλην αν είναι μάλλον ευνοική δια τον υπάλληλον. Το αυτό ισχύει και περί εθίμου. Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.
"Η αληθής έννοια της προηγουμένης παρ. είναι ότι οιαδήποτε σύμβασις, συναπτομένη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας, είναι αυτοδικαίως άκυρος, πλην αν αύτη περιέχη αναγνώρισιν ή εξόφλισιν ειδικώς των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοική δια τον υπάλληλον"
(άρθρο 11 παρ. 1 Α.Ν. 547).
 Άρθρο 9 :
Ο παρών νόμος δεν έχει εφαρμογήν επί υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ουδ' αφορά υπαλλήλους επιχειρήσεων δι' ους έχει ληφθή ειδική μέριμνα δια νόμων ή κανονισμών εγκεκριμένων υπό του κράτους.
"Η έννοια του άρθρου 9 είναι η εξής : Δεν υπάγονται ωσαύτως εις τας διατάξεις του παρόντος υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή και ιδιωτικών επιχειρήσεων, εφ'όσον έχει ληφθή δια τας εν λόγω περιπτώσεις ειδική μέριμνα δια κανονισμών παρεχόντων τουλάχιστον ίσην προστασίαν προς την του παρόντος νόμου" (άρθρο 6 Ν. 4558/30).
(Δια τας αγωγάς υπαλλήλων κλπ εργαζομένων εις έργα εκτελούμενα απολογιστικώς δια λ/σμόν του δημοσίου, βλ. άρθρ. 3 Ν. 6424)
 Άρθρο 10 :
Πάσα διαφορά προκύπτουσα εκ της εφαρμογής του παρόντος νόμου εκδικάζεται κατά τας διατάξεις του ν.ΓπΟΔ' αναλόγως εφαρμοζομένου.

(Δια την επιδίκασιν προσωρινής διατροφής ή προκαταβολής εξόδων θεραπείας βλ. άρθρ. 4 Ν. 6424 )
Άρθρο 11 :
"Ιδιωτικός υπάλληλος, και κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, θεωρείται ο συγκεντρών τα γνωρίσματα του άρθρου 10 του Ν. 1234 εις ο προστίθεται τελευταίον εδάφιον έχον ως εξής: Ο χαρακτηρισμός του υπαλλήλου ως ημερομισθίου είνε άνευ αποτελέσματος, αν εγένεταο προς περιγραφήν του νόμου ή δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθειαν"
(τροποπ. του άρθρου 11 από το άρθρο 7 του Ν. 4558/30).

 Άρθρο 12 :
1. Δια Β.Δ. δύνανται να ορισθώσιν αι λεπτομέρειαι της εφαρμογής του παρόντος νόμου.
2. Δια Β.Δ. επίσης, εκδοθησομένου το βραδύτερον εντός 4 μηνών από της ισχύος του παρόντος νόμου, μετά γνωμοδότησιν του γνωμοδοτικού συμβουλίου Εργασίας, επεκταθήσεται η εκ του νόμου τούτου υποχρέωσις καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και επί τεχνικών, υπηρετών και εργατών βιομηχανικών, βιοτεχνικών, μεταλλευτικών ή χειροτεχνικών επιχειρήσεων ως και επί πάσης φύσεως υπηρετών ή ιδιωτικών υπαλλήλων, κατ' οίκον προσλαμβανομένων. Δια του αυτού Β.Δ. θέλουσι καθορισθή λεπτομερέστερον αι ως άνω κατηγορίαι των προσώπων εφ' ων θέλει επεκταθή η προς καταγγελίαν της συμβάσεως υποχρέωσις, ως και κατά κατηγορίας προθεσμίαι αυτής και πάσα άλλη λεπτομέρεια.


(Αι διατάξεις του Ν. 2112/20 ως και οι λοιποί εργατικοί νόμοι, δεν έχουσιν εφαρμογήν επί των εις τα αγροτικά Βασιλικά Κτήματα δια συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας ασχολουμένων μισθωτών εν γένει.(άρθρ.48 παρ. 2 Ν.Δ 2698/53)
Δυνάμει του άρθρ.2 Ν.Δ 2655/53 δύναται ο Υπουργός Εργασίας να εξαιρέση εν όλω ή εν μέρει της υποχρεώσεως εφαρμογής της Εργατικής Νομοθεσίας μικρά φιλανθρωπικά ιδρύματα, απασχολούντα μέχρι 25 μισθωτούς.
Ο Ν. 2112/20 ως ετροποποιήθη καταργείται όσον αφορά, μόνον τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ ως και πάσα ετέρα διάταξις επιβάλλουσα εις τα Ν.Π υποχρεώσεις εν σχέσει προς την απόλυσιν υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. εξαιρέσει της εν άρθρ. 193 Δημοδιουπαλ. Κώδικος.)
 (Βλ. και Α.Ν. 99/67 (ΦΕΚ-140 Α')).
(Σημείωση : Με το άρθρο 30 του Ν. 2556/97, ΦΕΚ- 270 Α', ορίζεται ότι "Οι εργαζόμενοι στα ΚΤΕΛ (ΑτικάΥπεραστικά), δικαιούνται από τον εργοδότη τους, απολυόμενοι ή αποχωρούντες, λόγω συνταξιοδοτήσεως, την αποζημίωση του Ν. 2112/20, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, χωρίς τους περιορισμούς του α.ν. 173/67 (ΦΕΚ-189 Α'). Η παρούσα ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου δίκες").





Ν. 3198/55 (ΦΕΚ - 98 Α') : Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων
  
Επαναφέρονται εν ισχύι αι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 118/45, αίτινες τροποποιούμεναι δια του παρόντος, θέλουσιν ισχύσει εφεξής ως ακολούθως :
Επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις υπαγόμεναι εις τας περί ασφαλίσεως της ανεργίας διατάξεις του Ν.Δ. 2961/54 "περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολησεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας" δύνανται να καταγγέλουν την σχέσιν εργασίας του προσωπικού των εργατών τεχνιτών και υπηρετών, υποχρεούνται όμως να καταβάλλουν εις αυτό την υπό του Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 οριζομένην αποζημίωσιν δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.
Κατά τας περιπτώσεις ταύτας δεν επιτρέπεται προειδοποίησις (προμήνυσις).
Τα εν τη ανωτέρω δευτέρα παραγράφω οριζόμενα εφαρμόζονται και δια το εργατοτεχνικόν έκτακτον και ημερομίσθιον προσωπικόν των Δήμων.
  
Η κατά τον Ν. 2112/20 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως αποζημίωσις των υπαλλήλων, των απολυομένων άνευ της τηρήσεως των περί προμηνύσεως διατάξεων του άρθρου 1 του προειρημένου Νόμου, εφ' όσον δεν υπερβαίνει τας αποδοχάς εξ μηνών δι' εκάστον, καταβάλεται υπό του εργοδότου κατά την ημέραν της λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Εάν η αποζημίωσις είναι μεγαλυτέρα των αποδοχών εξ μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται ωσαύτως να καταβάλη κατά την απόλυσιν το μέχρι των αποδοχών εξ μηνών μέρος ταύτης, το δε υπόλοιπον επί πλέον ποσόν εις τριμηνιαίας δόσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των αποδοχών τριών μηνών, εκτός εάν προς εξόφλησιν του συνόλου της αποζημιώσεως υπολείπεται μικρότερον ποσόν.
Η πρώτη των δόσεων είναι καταβλητέα την επομένην της συμπληρώσεως τριμήνου από της απολύσεως.
  
(Εργοδότης εκ των κατά το άρθρον 1 του παρόντος επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων προτιθέμενος να προβή εις απολύσεις ενός ή περισσοτέρων μισθωτών κατά τα΄ανωτέρω άρθρ.1 και 2 δύναται να ζητήση την υπό του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας καταβολήν της αποζημιώσεως εις τους δικαιούχους, επί χρεώσει αυτού δια του αναλόγου ποσού. Το Δ.Σ. του Οργανισμού δι΄ητιολογημένης αποφάσεώς του δέχεται ή απορρίπτει την υποβληθείσαν αίτησιν του εργοδότου. Εν περιπτώσει αποδοχής αυτής, δια της ιδίας αποφάσεως το Δ.Σ. καθορίζει τους όρους ως και τας παρασχεθησομένας εγγυήσεις εξοφλήσεως.
Η απόφασις αύτη τελεί υπό την έγκρισιν των Υπουργών Συντονισμού και Εργασίας χορηγουμένην δια κοινής αυτών αποφάσεως.
Η υπό του Οργανισμού καταβολή της αποζημιώσεως εις τους μισθωτούς ενεργείται κατόπιν εντολής του εργοδότου, γνωρίζοντος άμα εις τον Οργανισμόν τα στοιχεία των απολυομένων και το ποσόν όπερ έκαστος τούτων δικαιούται). - (Καταργήθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 4577/66).
  
Εαν δια της καταγγελίας τάσσηται η υπό του άρθρου 1 του Ν. 2112/20 ως ούτος ετροποποιήθη μεταγενεστέρως προβλεπομένη προθεσμία προκειμένου μόνον περί υπαλλήλων, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλη εις τον απολυόμενον, άμα τη εκπονή της προθεσμίας ταύτης, το ήμισυ της προβλεπομένης υπό του ως άνω Νόμου αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν της απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.
Της αυτής ως άνω αποζημιώσεως δικαιούνται και υπάλληλοι, αποχωρούντες της εργασίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου αυτών, διαρκούντος του χρόνου της προμηνύσεως.
1. Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Κατά τον υπολογισμόν τούτον προκειμένου περί υπαλλήλου, αι μηνιαίαι αυτού αποδοχαί δεν λαμβάνονται υπ' όψει καθ' ο ποσόν υπερβαίνουν το οκταπλάσιον του ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, πολλαπλασιαζόμενον επί τον αριθμό 30.
2. Η αποζημιώσις των μισθωτών των αμειβομένων επί ποσοστοίς κατ' αποκοπήν ή μονάδα παραγομένης εργασίας υπολογίζεται, βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δύο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας μηνών. Πάντως το ποσόν ταύτης δεν δύναται να είναι κατώτερον του προκύπτοντος επί τη βάσει της μισθολογικής κλάσεως εις η ο μισθωτός κατατάσσεται κατά το άρθρον 25 του Α.Ν. 1846/51.
"3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.
Η καθυστέρηση δόσης της αποζημίωσης από τις, στην παρ. 1 εδ. β' του άρθρου 2, οφειλόμενες και η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω του εργαζομένου στα μισθολόγια του ΙΚΑ ή η μη ασφάλισή του συνεπάγονται την ακυρότητα της καταγγελίας και ο διαδρομών χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του.
Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς το ΙΚΑ και τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την αποζημίωση που κατέβαλε.
Η αποζημίωση που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται με τις οφειλόμενες λόγω της ακύρωσης της καταγγελίας, τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει στο ΙΚΑ ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις αναλογούσες σε αυτόν εργατικές εισφορές" (αντικ. της παρ. 3 από την παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 2556/97, ΦΕΚ-270 Α'). (Σημείωση : Από παρ. 4 άρθρου 2 Ν. 2556/97, ΦΕΚ-270 Α' ορίζεται ότι "η ισχύς της παρ. αυτής αρχίζει από 1.4.98").
  
1. Πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφ' όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. "Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας" (προσθ. του μέσα σε "" εδαφίου από το άρθρο 19 του Ν. 435/76).
2. Πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολή ή συμπληρώσεως της κατά τον Ν. 2112/20, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή το Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 αποζημιώσεως, τυγχάνει απαράδεκτος, εφ' όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ' ης κατέστη απαιτητή. Προκειμένου περί απαιτήσεων υφισταμένων κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος η κατ' ανωτέρω προθεσμία άρχεται από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
3. Η εκ μέρους του μισθωτού απόληψις της υπό του εργοδότου καταβαλλομένης εις αυτόν αποζημιώσεως, έστω και ανεπιφυλάκτως γενομένη δεν αποτελεί παραίτησιν αυτού της τυχόν περί μείζονος αποζημιώσεως αξιώσεως του.
Αι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απολυομένων συνεπεία υποβολής κατ' αυτών μηνύσεως συμφώνως προς τα υπό της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2112/20 ή της παρ. 1 του άρθρου 6 του Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 οριζόμενα. Εαν όμως επακολουθήση απαλλαγή του μισθωτού δια βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως, αι διατάξεις του παρόντος έχουσι εφαρμογήν και επ' αυτού από της εις τον εργοδότην κοινοποιήσεως υπό του ενδιαφερομένου του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αποφάσεως.
Μισθωτοί συνδεόμενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη , υπό την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112/20, ή το υπό του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας των αποχωρούντες της υπηρεσίας, τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεος της υπό του Ν. 2112/20 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή του Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 οριζομένης αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζομένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος.
"Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρυς συντάξεως γήρατος προυποθέσεις, δύνανται εάν με έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου ν' αποχωρώσι της εργασίας , εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν' αποχωρώσιν είτε ν' απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Δια την κατα τ' ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντες ή απομακρυνομένους μισθωτούς, αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1,2,3,4,5,6,7,8 και 9 του Ν.Δ. 3198/1955 ως και των διατάξεων του Ν. 2112/20 "περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων "ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως και του Β.Δ/τος της 16/18 Ιουλ. 1920 "περί επεκτάσεως του Ν. 2112/20" περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων "και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν"
(αντικ. του μέσα σε "" δεύτερο εδάφιο από την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 435/76 επίσης βλ. επ. παρ. άρθρου 5 του Ν.435/76 ).
1. Ο καταγγελλών την σχέσιν εργασίας εργοδότης υποχρεούται όπως εντός προθεσμίας 8 ημερών από της παραδόσεως του εγγράφου της καταγγελίας εις τον απολυόμενον, αναγγείλη την υπ' αυτού ενεργηθείσαν καταγγελίαν εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας ως και εις τον αρμόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, όπερ υποχρεούται να πρωτοκολλήση ταύτην αυθημερόν.
Εις ας περιφερείας δεν υπάρχει Υπηρεσία Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, η αναγγελία γίνεται εις την πλησιεστέραν Αστυνομικήν Αρχήν.
2. Η αναγγελία ενεργείται, δια της παραδόσεως αντιγράφου του εγγράφου καταγγελίας εις τας υπηρεσίας τας αναφερομένας εις την προηγουμένην παράγραφον αρμοδία δε υπηρεσία του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας ορίζεται το του τόπου απασχολήσεως του μισθωτού.
3. Οι εργοδόται υποχρεούνται εις αναγγελίαν και όταν η σχέσις εργασίας λύεται ουχί συνεπεία καταγγελίας, αλλ' εξ άλλου λόγου ήτοι δια της παρόδου του συμπεφωνημένου χρόνου, εις την περίπτωσιν της συμβάσεως διαρκείας ωρισμένου χρόνου, ή οσάκις προκύπτει τοιούτη διάρκεια εκ του δηλωθέντος σκοπού εργασίας, ή δια της αποπερατώσεως του έργου εις την περίπτωσιν συμβάσεως ωρισμένου έργου.
Η αναγγελία εις τας περιπτώσεις τούτας ενεργείται δια παραδόσεως εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και το αρμόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας ή άλλως εις την πλησιεστέραν Αστυνομικήν Αρχήν, εγγράφου περιλαμβάνοντος τα διΆποφάσεων του Υπουργού Εργασίας, δημοσιευομένων δια της εφημερίδος της Κυβερνήσεως , ορισθησόμενα στοιχεία.
4. Κατά παντός εργοδότου παραβαίνοντος τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ως και κατά του αναγράφοντος ψευδή στοιχεία εις την καταγγελίαν της σχέσεως εργασίας, επιβάλλονται κατ' έγκλησιν του αρμοδίου Γραφείου Ευρέσεως εργασίας ή του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως της Ανεργίας αι ποιναί αι οριζόμεναι εις την παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 2656/1953 "περί οργανώσεως και ελέγχου της αγοράς εργασίας".
"5. Αντίγραφο της καταγγελίας σύμβασης εργασίας που κοινοποιείται στον Ο.Α.Ε.Δ. σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους 1,2 και 3 διαβιβάζεται υποχρεωτικά εντός μηνός από τον Ο.Α.Ε.Δ. στο αρμόδιο υποκατάστημα του Ι.Κ.Α." (προσθ. της παρ. 5 από την παρ. 6 του άρθρου 4 του Ν. 2335/95, ΦΕΚ-185 Α').
  
1. Αι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις εν περιπτώσει περιορισμού της οικονομικής των δραστηριότητος δύνανται αντί της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας να θέτουν εγγράφως εις διαθεσιμότητα τους μισθωτούς των, μη δυναμένην να υπερβή εν συνόλω τους τρεις μηνας ετησίως. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
2. Καταργούνται αι παρ. 1,2,4,5 και 6 του άρθ. 13 του Ν.Δ. 2961/1954.
"Προκειμένου περί επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων κοινής ωφελείας απασχολουσών άνω των πέντε χιλιάδων μισθωτούς δια την θέσιν των μισθωτών εις κατάστασιν διαθεσιμότητος απαιτείται έγκρισις του Υπουργού Απασχολήσεως, χορηγουμένη επί τη αιτήσει του εργοδότου, μετά γνώμην της Ολομελείας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Εαν εντός μηνός από της υποβολής εις το Υπουργείον Απασχολήσεως της αιτήσεως δεν αποφανθή ο Υπουργός Απασχολήσεως, ο εργοδότης δύναται και άνευ της εγκρίσεως τούτου να θέση εις διαθεσιμότητα τους παρ' αυτώ μισθωτούς, τηρών την διαδικασίαν και τας προυποθέσεις του προηγουμένου εδαφίου" (προσθ. του μέσα σε "" δεύτερου εδαφίου από την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 206/74 επίσης βλ.επ. παρ. άρθρου 1 του Ν.Δ 206/74).

1. Προειδοποιήσεις προς μισθωτούς γενόμεναι μέχρι της ισχύος του παρόντος εφ' όσον μέχρι της ημέρας ταύτη είχεν επέλθει λύσις της συμβάσεως εργασίας δεν υπάγονται εις τας διατάξεις του νόμου τούτου.
Εαν όμως διαρκή η προειδοποίησις, ο εργοδότης δικαιούται όπως εντός μηνός από τη δημοσιεύσεως του παρόντος προβή εις έγγραφον ανάκλησιν της προειδοποιήσεως.
2. Εαν ο εργοδότης δεν επιθυμή να προβή εις τοιαύτην ανάκλησιν και εφ' όσον εν τω μεταξύ δεν έχει λυθή η σύμβασις εργασίας υποχρεούται όπως εντός της αυτής προθεσμίας επαναλάβη την καταγγελίαν συμφώνως προς τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος, οπότε εκ της προειδοποιήσεως ή της καταβληθησομένης εις τον μισθωτόν αποζημιώσεως αφαιρείται ο μέχρι της ισχύος του παρόντος διανυθείς χρόνος προμηνύσεως.
3. Εαν η σύμβασις εργασίας ελύθη κατά το μετά την 9ης Φεβρουαρίου και μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος χρονικόν διάστημα, ο εργοδότης υποχρεούται, όπως εντός μηνός από της δημοσιεύσεως τούτου, επί τη αιτήσει του μισθωτού, καταβάλη την αποζημίωσιν αυτού ή συμπληρώση ταύτην κατά τας διατάξεις του παρόντος, εν περιπτώσει δε μη συμμορφώσεώς του εντός της ως άνω τασσομένης προθεσμίας, η γενομένη καταγγελία θεωρείται άκυρος.