Διαδοχική Ασφάλιση


 1. 1. Η έννοια της Διαδοχικής Ασφάλισης
 2. 2. Η νομοθεσία της διαδοχικής ασφάλισης
 3. 3. Σε ποιους οργανισμούς εφαρμόζονται οι διατάξεις της Διαδοχικής Ασφάλισης
 4. 4. Εξαιρέσεις από την εφαρμογή των διατάξεων της Διαδοχικής Ασφάλισης
 5. Υπολογιζόμενος χρόνος
 6. Αρμόδιος οργανισμός για τη κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος
 7. Τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης
 8. Υπολογισμοί Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης
 9. Επιμερισμός της δαπάνης της σύνταξης
 10. Επιλύσεις αμφισβητήσεων
 11. Εφαρμογή διατάξεων Διαδοχικής Ασφάλισης





Η εφαρμογή του θεσμού της Διαδοχικής Ασφάλισης



1. Η έννοια της Διαδοχικής Ασφάλισης

Το σπουδαιότερο μέτρο, με το οποίο καθιερώθηκε η ενότης των φορέων της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, είναι η μέριμνα υπέρ της διατήρησης των εκ της κοινωνικής ασφάλισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδοχικά ασφαλισμένων σε δύο ή περισσότερους ασφαλιστικούς οργανισμούς.

Αρχή




2. Η νομοθεσία της διαδοχικής ασφάλισης
Πρώτο βήμα για τον συνυπολογισμό του χρόνου που διανύθηκε σε διαφόρους φορείς έγινε με τον Α.Ν. 694/37 άρθρο 7.
Στη συνέχεια η πολιτεία θέσπισε με το άρθρο 51 του Α.Ν.1846/51 κανόνες διαδοχικής ασφάλισης που ρύθμιζαν τον συνυπολογισμό του χρόνου ασφάλισης μόνο των ταμείων μισθωτών.
Το βασικό όμως νομοθέτημα για τη διαδοχική ασφάλιση ήταν το Ν.Δ. 4202/61 το οποίο ρύθμισε κατά τρόπο πλήρη τη συνέχεια της ασφαλιστικής σχέσης στα Ταμεία Μισθωτών και Αυτοτελώς Απασχολουμένων.
Το νομοθέτημα αυτό έθεσε βασικούς κανόνες προσδιορισμού του αρμόδιου για την απονομή της σύνταξης οργανισμού, του τρόπου καθορισμού του ποσού της σύνταξης, του διακανονισμού των απαιτήσεων και υποχρεώσεων των ασφαλιστικών οργανισμών.
Το Ν.Δ. 4202/61 τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους νόμους 468/74,1085/80 (άρθρο 40), 825/78, 1405/83, 1469/83, 1469/84, 1539/85, 1902/90, 2084/92, 2079/92.

Αρχή




3. Σε ποιους οργανισμούς εφαρμόζονται οι διατάξεις της Διαδοχικής Ασφάλισης
Όταν επέλθει ο Ασφαλιστικός κίνδυνος και εφόσον ο ασφαλισμένος ζητήσει την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.Δ/τος 4202/61, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Μεταξύ οργανισμών κύριας ασφάλισης.
β. Μεταξύ οργανισμών Επικουρικής ασφάλισης (άρθρο 12 παρ. 2 του ν.1405/85).
γ. Μεταξύ οργανισμών που χορηγούν εφάπαξ παροχές (άρθρο 12 παρ. 3 του ν.1405/83.
δ. Μεταξύ Δημοσίου και οργανισμών κύριας ασφάλισης για τους υπαλλήλους του δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και ΟΤΑ που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο και οι οποίοι διορίζονται από 1.1.83 και εφεξής (ν.2084/92, ν.2320/95).
ε. Μεταξύ οργανισμών κύριας ασφάλισης και του Κλάδου Κύριας Ασφάλιση Αγροτών (άρθρο 13 παρ. 2 του ν.2458/97).
στ. Μεταξύ οργανισμών κύριας ασφάλισης και του καταργηθέντος Κλάδου Πρόσθετης Ασφάλισης Αγροτών (άρθρο 13 παρ. 1 του ν.2458/97.
ζ. Μεταξύ Οργανισμών Ασθένειας (άρθρο 35 άρθρο 2 του ν.2676/99).

Αρχή




4. Εξαιρέσεις από την εφαρμογή των διατάξεων της Διαδοχικής Ασφάλισης
Οι διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης δεν εφαρμόζονται:
α. στο Δημόσιο και στους Δήμους για τους υπαλλήλους τους οι οποίοι διορίσθηκαν μέχρι 31.12.1982
β. στους υπαλλήλους οργανισμών, οι οποίοι διέπονται από ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, που διορίστηκαν μέχρι 31.12.1982
γ. Στα πρόσωπα που έχουν ορισμένη ιδιότητα, όπως οι Διοικητές και Υποδιοικητές Τράπεζας
δ. Στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων

Αρχή




Υπολογιζόμενος χρόνος

1. Ποιος χρόνος υπολογίζεται - Εξαιρέσεις
Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν.4202/61, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν.1405/83 και το άρθρο 14 του ν.1902/90, ορίζουν ότι, ολόκληρος ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης, υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης οργανισμό, ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού.
Ο χρόνος που διανύθηκε στους άλλους οργανισμούς δεν υπολογίζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν έχουν επιστραφεί οι αντίστοιχες εισφορές (παρ. 1 αρ. 3 του 4202/61). Υπολογίζεται μόνο κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1-4 του αρ. 13 του ν.1405/83.
β. Όταν έχει χορηγηθεί σύνταξη ο οποία εξακολουθεί να λαμβάνεται.
γ. Όταν είναι χρόνος παράλληλης ασφάλισης (παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.4202/61).
δ. Όταν δεν έχουν καταβληθεί οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές (παρ. 2 αρ. 5 του Ν.Δ.4202/61 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν.1405/83).

2. Προσμέτρηση χρόνου ασφάλισης από συνταξιούχο
Δικαίωμα προσμέτρησης του χρόνου ασφάλισης έχει ο συνταξιούχος γήρατος ασφαλιστικού οργανισμού, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης διανύθηκε μετά τη συνταξιοδότησή του σε άλλο ομοειδή οργανισμό (παρ. 5 αρ. 9 ν.1405/83).

3. Προσμέτρηση χρόνου διαδοχικής ασφάλισης για τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για να συνεχισθεί η ασφάλιση προαιρετικά
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρ. 18 του ν.2079/92 οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τότε που ίσχυσαν με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.2335/95, ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης συνυπολογίζεται από τον τελευταίο οργανισμό για τη συμπλήρωση του χρόνου ασφάλισης που απαιτείται από τη νομοθεσία του για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης.


Αρχή




Αρμόδιος οργανισμός για τη κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος


1. Ποιος είναι ο αρμόδιος οργανισμός για τη κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος

α) Για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, αναπηρίας από κοινή νόσο και λόγω θανάτου:

Με την παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου ορίζεται ότι τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από ένα Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν πέντε ολόκληρα έτη ή χίλιες πεντακόσιες ημέρες εργασίας στην ασφάλισή του, εκ των οποίων όμως 20 μήνες ή 500 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία, πριν από τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης.
Ως νομοθεσία του οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επομένων παραγράφων 2 και 3, νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και το θάνατο.
Ειδικές διατάξεις που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.λπ δεν λαμβάνονται υπόψη.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να κριθεί το δικαίωμα του ασφαλισμένου από τον τελευταίο οργανισμό, θα πρέπει ο ασφαλισμένος να έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του 1.500 ημέρες εργασίας ή πέντε ολόκληρα έτη ασφάλισης στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ασφαλίζεται σε οργανισμό που η ασφάλιση υπολογίζεται σε έτη και όχι σε ημέρες.
Οι 1.500 ημέρες εργασίας ή τα πέντε ολόκληρα έτη δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν όλες πριν από τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθούν οποτεδήποτε, θα πρέπει όμως οι 500 απ' αυτές τις ημέρες ή οι 20 μήνες να πραγματοποιηθούν στην τελευταία πενταετία πριν από τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης.
Ο οργανισμός που θα είναι ο αρμόδιος για να κρίνει το δικαίωμα του ασφαλισμένου, θα εξετάζει εάν ο ασφαλισμένος έχει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Δηλαδή θα εξετάζει, αν ο ασφαλισμένος συγκεντρώνει κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση. Έτσι στην περίπτωση της συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, θα εξετάζει αν ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας και έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης, στην περίπτωση λόγω θανάτου αν ο θανών ασφαλισμένος είχε πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης και στην περίπτωση λόγω αναπηρίας αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης και σε ποιο βαθμό έχει κριθεί ανάπηρος από τα αρμόδια υγειονομικά όργανα.
Οι διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζουν ότι, αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότηση του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειας του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:
α. Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότηση του λόγω γήρατος ή αναπηρίας έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.
β. Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.

Οι διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζουν ότι αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από του άλλους οργανισμούς στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης εκτός από τον τελευταίο.
Αν και πάλι ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος λόγω γήρατος και αναπηρίας εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας ή και 40 μήνες ασφάλισης από τις οποίες οι 300 ημέρες εργασίας ή 12 μήνες ασφάλισης αντιστοίχως στην τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.
Δηλαδή αρμόδιος Οργανισμός για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. είναι:
1. Ο τελευταίος Οργανισμός:
α) Εφ' όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος γήρας - ανικανότητα - θάνατος.
β) Εφ' όσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του 1500 Η.Ε. εκ των οποίων 500 την τελευταία 5ετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης.
2. Ο οργανισμός στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε ο ασφαλισμένος τις περισσότερες ημέρες εργασίας, εφ' όσον:
α) έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος στον τελευταίο οργανισμό.
β) Δεν έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος στην ασφάλιση του τελευταίου Οργανισμού 1500 Η.Α. εκ των οποίων 500 την τελευταία 5ετία.
γ) Δεν έχει πραγματοποιήσει ο ασφ/νος στην ασφάλιση του τελευταίου Οργανισμού τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος -αναπηρίας - θανάτου.
3. Οι Οργανισμοί στους οποίους ασφαλίσθηκε ο εν/νος κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας:
Eφ' όσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας του Οργανισμού με τις περισσότερες ημέρες.
4. Ο τελευταίος Οργανισμός και πάλι:
α. Εφ' όσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας των προηγουμένων Οργανισμών.
β. Εφ' όσον έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος στην ασφάλισή του 1000ΗΕ οποτεδήποτε εκ των οποίων 300 Η.Ε. την τελευταία 5ετία πριν τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για το γήρας και την αναπηρία και για το θάνατο 300 Η.Ε. οποτεδήποτε.
Αρμόδιος για την απονομή της σύνταξης γίνεται ο αρμόδιος για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος Οργανισμός:
Εφ' όσον ο ασφαλισμένος έχει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.

β) Για συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας ή θανάτου από εργατικό ατύχημα.

Οι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.Δ.4202/61 ορίζουν ότι επί εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, εφαρμόζεται η νομοθεσία που διέπει τον οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου επαλήθευσε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ανεξάρτητα για πόσο χρόνο ασφαλίσθηκε ο ασφαλισμένος, η σύνταξη όμως κατανέμεται μεταξύ των ενδιαφερομένων οργανισμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 ή του 11 του ν.1405/81.

γ) Για παροχές ασθένειας

Όπως αναφέραμε στο Α' Κεφάλαιο με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 35 του ν.2676/99 παρέχεται η δυνατότητα στον ασφαλισμένο που συμπληρώνει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για σύνταξη και για τον οποίο εκκρεμεί η έκδοση της συνταξιοδοτικής του απόφασης με βάση τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης να συνεχίσει να ασφαλίζεται για παροχές ασθένειας στον τελευταίο φορέα στην ασφάλιση του οποίου επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος και για το χρονικό διάστημα, μέχρι την έκδοση της συνταξιοδοτικής τους απόφασης.
2. Ποιου οργανισμού θεωρούνται συνταξιούχοι οι διαδοχικά ασφαλισμένοι και από ποιο χρόνο
Με τις διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 5 του Ν.Δ.4202/61 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν.1405/81 και την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.1539/85, ορίζεται ότι μετά το διακανονισμό που ορίζεται στις παραγράφους 4 και 5 παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετείχαν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον οργανισμό που απονέμει τη σύνταξη. Ο ασφαλισμένος των παραπάνω οργανισμών θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του οργανισμού που απονέμει τη σύνταξη από την ημέρα που αρχίζει η καταβολή της σύνταξής τους.



Αρχή




Τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης


1. Τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης με το καθεστώς του άρθρου 5 του Ν.Δ.4202/61

Ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης των διαδοχικά ασφαλισμένων δεν γίνεται με το ίδιο τρόπο. Έτσι σε μια κατηγορία ασφαλισμένων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.Δ/τος 4202/61 όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.1405/83, όπου το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του απονέμοντα οργανισμού για ολόκληρο το χρόνο της διαδοχικής ασφάλισης και σε μία άλλη κατηγορία ασφαλισμένων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.1405/83 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.1902/90 και όπου το ποσό υπολογίζεται αθροιστικά σύμφωνα με τη νομοθεσία όλων των οργανισμών στους οποίους είχε υπαχθεί ο ασφαλισμένος.
Ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης εφαρμόζεται:
α. Σε ασφαλισμένους, οι οποίοι μέχρι και την 31.12.78, είχαν υπαχθεί διαδοχικά στην ασφάλιση δύο ή περισσοτέρων οργανισμών που ασφάλιζαν μισθωτούς, π.χ. Ι.Κ.Α. - ΤΑΠ-Ο.Τ.Ε.
β. Σε ασφαλισμένους, οι οποίοι μέχρι και την 31.12.78 είχαν υπαχθεί διαδοχικά στην ασφάλιση δύο οργανισμών, που ασφαλίζουν αυτοτελώς απασχολουμένους π.χ. Τ.Ε.Β.Ε. - ΤΑΕ.
γ. Σε ασφαλισμένους , οι οποίοι μέχρι και την 31.12.78 είχαν ασφαλισθεί σε έναν φορέα μισθωτών και υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά μετά την 1.1.79 σε άλλο φορέα μισθωτών, παρέμειναν όμως στον ίδιο εργοδότη (παρ. 3 του αρ. 18 του Ν.2079/92).

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη θεωρεί ότι, ο χρόνος ασφάλισης σ' αυτόν και στους άλλους οργανισμούς, διανύθηκε στην ασφάλισή του, υπολογίζει το ποσό της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του και το καταβάλλει ολόκληρο στον δικαιούχο μαζί με τις προσαυξήσεις (για οικογενειακά βάρη, απόλυτη αναπηρία κ.λπ.).
2 Τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης με το καθεστώς του άρθρου 11 του ν.1405/83
Οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.1405/83 όπως αυτές ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.1902/90 αφορούν αιτήσεις συνταξιοδότησης μετά την 1.1.79 και εφαρμόζονται.
α. στους ασφαλισμένους που είχαν υπαχθεί διαδοχικά από την ασφάλιση φορέα που ασφαλίζει μισθωτούς στην ασφάλιση φορέα που ασφαλίζει αυτοτελώς απασχολουμένους και αντίστροφα
β. στους ασφαλισμένους που για πρώτη φορά από 1.1.79 και μετά ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε οποιοδήποτε φορέα ασφάλισης και
γ. σε ασφαλισμένους που ασφαλίσθηκαν πριν την 1.1.79 σε φορέα ασφάλισης μισθωτών και υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά μετά την 24.12.97 και εφεξής σε άλλο φορέα μισθωτών έστω και αν παρέμειναν στον ίδιο εργοδότη.

Με τις ανωτέρω διατάξεις
Το ποσό της σύνταξης είναι το άθροισμα του ποσού της σύνταξης που προσδιορίζεται από τον απονέμοντα και τον συμμετέχοντα. Για να εξαχθεί το συνολικό ποσό σύνταξης γίνονται τρεις διαφορετικοί υπολογισμοί.
Ο πρώτος υπολογισμός γίνεται με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισης και τις συντάξιμες αποδοχές που προβλέπει η νομοθεσία του κάθε οργανισμού.
Ο δεύτερος υπολογισμός με βάση το κατώτατο όριο σύνταξης του κάθε οργανισμού και το συνολικό χρόνο ασφάλισης και ο τρίτος με βάση το χρόνο που πραγματοποιήθηκε μόνο στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού, εφόσον με το χρόνο αυτό θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
Από τους υπολογισμούς αυτούς προκύπτουν τρία διαφορετικά ποσά σύνταξης. Το ποσό που θα είναι μεγαλύτερο, θα αποτελεί και το τμήμα του ποσού της σύνταξης του δικαιούχου.
Μετά τους υπολογισμούς ο απονέμων χορηγεί το συνολικό ποσό σύνταξης στο συνταξιούχο, ο οποίος από την ημερομηνία καταβολής της σύνταξής του, θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του.

Αν το συνολικό ποσό σύνταξης, είναι μικρότερο του κατωτάτου ορίου σύνταξης του απονέμοντα, του χορηγείται το κατώτατο όριο αυτού.


Α Ρ Θ Ρ Ο 15. Ν.1902/90
Αρχή




Υπολογισμοί Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης


1η Κατάταξη
Προσδιορισμός του τμήματος σύνταξης που κατά την νομοθεσία του καθένα Οργανισμού, αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου και αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του.
 
Ημέρες ασφάλισης διανύθηκαν στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού Χ Ποσό που κατά την νομοθεσία του κάθε οργανισμού αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου

Συνολικός χρόνος που διανύθηκε σε όλους του οργανισμούς

2η Κατάταξη
Προσδιορισμός τμήματος κατωτάτου ορίου σύνταξης.

Ημέρες ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν στην ασφάλιση του Οργανισμού Χ Ποσό κατωτάτου ορίου σύνταξης

Συνολικός χρόνος ασφάλισης

3η Κατάταξη
Προσδιορισμός σύνταξης, εφόσον με τον χρόνο που έχει ασφαλισθεί στον Οργανισμό, θεμελιώνει αυτοτελές δικαίωμα, χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια.

Μετά τους ανωτέρω υπολογισμούς, το ποσό που θα είναι το μεγαλύτερο, θα αποτελεί και το τμήμα σύνταξης του δικαιούχου.
 
Π α ρ ά δ ε ι γ μ α:
Ο ενδιαφερόμενος Χ ασφαλίστηκε:
Στον Α' Οργανισμό για 1700 ημέρες εργασίας
Στον Β΄ Οργανισμό για 4.300 ημέρες εργασίας
Στον Γ' Οργανισμό για 3000 ημέρες εργασίας
Σύνολο 9000 ΗΕ ή 30 έτη


1η Κατάταξη
Έστω ότι ο Α' Οργανισμός με 9000 ΗΕ χορηγεί 82000 δρχ.
Το τμήμα σύνταξης που αναλογεί στον Οργανισμό αυτό ανέρχεται σε 15.489 δρχ.
1700 ημ. εργασίας Χ 82000 δρχ.
----------------------------------- = 15.489
                     9000
Έστω ότι ο Β' Οργανισμός, με 9000 ΗΕ χορηγεί 68.000 δρχ. το τμήμα σύνταξής του ανέρχεται σε 32.448 δρχ.
4.300 ημ. εργασίας Χ 68.000
------------------------------- = 32.488
                    9000
Έστω ότι ο Γ' οργανισμός με 9000 ΗΕ χορηγεί 70.000 δρχ. Το τμήμα σύνταξής του ανέρχεται σε 23.333.
3000 η. εργ. Χ 70.000
------------------------ = 23.333
               9000
Με τα υποθετικά αυτά δεδομένα η σύνταξη του ασφαλισμένου ανέρχεται σε 71.310 δρχ. (15.489 + 32.488 +23.333).
Το τμήμα σύνταξης που προσδιορίζεται κατά τον προηγούμενο τρόπο "σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το τμήμα κατωτάτου ορίου σύνταξης του Οργανισμού...."

2η Κατάταξη
Τμήμα κατωτάτου ορίου
Επανερχόμενοι στο παράδειγμά μας, υποθέτουμε ότι:
Ο Α' οργανισμός έχει Κ.Ο 63.000 δρχ.
Ο Β' οργανισμός έχει Κ.Ο 36.000 δρχ.
Ο Γ΄ οργανισμός έχει Κ.Ο 63000 δρχ.
Το Τμήμα του Κ.Ο που προκύπτει για καθένα απ' αυτούς είναι το εξής:
A' οργανισμός :
    1700 X 63000 δρχ.
------------------------ = 11.900 δρχ.
              9000

Β' οργανισμός:
      4300 Χ 36000
------------------------ = 17.200 δρχ.
              9000

Γ΄ οργανισμός:
      3000 Χ 63000
------------------------ = 21.000 δρχ.
              9000
Επειδή το τμήμα καθενός οργανισμού είναι μικρότερο από το τμήμα του α' υπολογισμού, καταβλητέα είναι η σύνταξη του α' υπολογισμού.
Αν, αντιθέτως, το ποσό που προκύπτει από τον δεύτερο υπολογισμό σε κάποιον από τους τρεις Οργανισμούς, ήταν ανώτερο του αντίστοιχου πρώτου θα ληφθεί υπόψη το μεγαλύτερο.
Αρχή




Επιμερισμός της δαπάνης της σύνταξης


1. Απόδοση των οφειλομένων ποσών στον οργανισμό που απένειμε τη σύνταξη από τους οργανισμούς στους οποίους διανύθηκε ο χρόνος ασφάλισης.

Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν.Δ.4202/61, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 10 του ν.1405/83, ο απονέμων οργανισμός ζητά από τους συμμετέχοντες το ποσό της συμμετοχής τους στη δαπάνη της συνταξιοδότησης , το οποίο είναι ίσο με το 20% του γινομένου του αριθμού ημερών ασφάλισης και του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό ισχύει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους της έναρξης καταβολής της σύνταξης.
Επίσης, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι, "Μέσα στο μήνα Μάρτη κάθε έτους υπολογίζεται από κάθε φορέα ο συνολικός αριθμός ημερών ασφάλισης που μεταφέρθηκαν σ' αυτόν από τους άλλους φορείς, καθώς και ο συνολικός αριθμός ημερών που διανύθηκαν στην ασφάλισή του μεταφέρθηκαν σ' άλλο φορέα για τη χορήγηση και στις δύο περιπτώσεις σύνταξης κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Η διαφορά του αριθμού ημερών ασφάλισης που μεταφέρθηκαν προς και από κάθε ασφαλιστικό οργανισμό, αποτελεί της βάση για τον προσδιορισμό της δαπάνης συνταξιοδότησης για κάθε ημερολογιακό έτος.

2. Τρόπος εξόφλησης της οφειλής των υπόχρεων οργανισμών - Λήξη υποχρεώσεων αυτών
Με τις διατάξεις της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 5 ορίζεται ότι, το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης όπως αυτό προσδιορίζεται από τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου αυτού, αποδίδεται από τον υπόχρεο ασφαλιστικό οργανισμό στους οργανισμούς στους οποίους οφείλεται είτε εφάπαξ είτε σε δώδεκα (12) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις. Σε περίπτωση καθυστέρησης της απόδοσης του ποσού της συμμετοχής ή δόσης αυτού, τα καθυστερούμενα ποσά επιβαρύνονται με πρόσθετα τέλη ίσα προς αυτά που επιβάλλονται από τον οργανισμό στον οποίο οφείλονται τα καθυστερούμενα ποσά σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και εισπράττονται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη νομοθεσία του οργανισμού αυτού για την αναγκαστική είσπραξη των καθυστερούμενων εισφορών.
Επίσης, με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 5 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του νόμου 1539/85, ορίζεται ότι μετά το διακανονισμό που ορίζεται στις παραγράφους 4 και 5 παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον οργανισμό που απονέμει τη σύνταξη.
Συνεπώς, αφού γίνει ο διακανονισμός οι οργανισμοί που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης, δεν έχουν άλλες υποχρεώσεις προς τον οργανισμό που απένειμε τη σύνταξη.
Βεβαίως, οι οργανισμοί αυτοί είναι οφειλέτες ορισμένων ποσών τα οποία υποχρεούνται να αποδώσουν είτε εφάπαξ είτε σε δώδεκα τριμηνιαίες δόσεις.

3. Πότε επιβαρύνονται οι συμμετέχοντες οργανισμοί
Με το άρθρο 69 του ν.2084/92, ο συμμετέχων οργανισμός επιβαρύνεται με τη δαπάνη συνταξιοδότησης, όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του, οπότε και καταβάλλεται στον ασφαλισμένο το ποσό σύνταξης που του αναλογεί και γίνεται η απόδοση της σχετικής επιβάρυνσης.
Αν ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη χορηγεί σύνταξη σε ηλικία μικρότερη από την ηλικία με την οποία συνταξιοδοτούνται οι ασφαλισμένοι που υπάγονται στον Κ.Β.Α.Ε. του Ι.Κ.Α., ο συμμετέχων οργανισμός επιβαρύνεται με τη δαπάνη συνταξιοδότησης όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. για τη συνταξιοδότηση των υπαγομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή για κάθε αίτηση που έχει υποβληθεί από 7.10.92 και μετά και αφορούν μόνο ασφαλιστικές περιπτώσεις γήρατος..


Αρχή




Επιλύσεις αμφισβητήσεων

Αμφισβητήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης επιλύονται διοικητικά με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλειας, ανεξάρτητα αν η αμφισβήτηση αφορά οργανισμούς που υπάγονται στην εποπτεία άλλου Υπουργείου.
Ο ασφαλισμένος που αμφισβητεί την απόφαση ασφαλιστικού οργανισμού πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση στον Υπουργό Εργασία και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μέσα σε προθεσμία τριών μηνών που αρχίζει από την ημέρα της λήψης της σχετικής απόφασης.
Για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς δεν ισχύει η προθεσμία των τριών μηνών.
Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί μπορούν να υποβάλουν αίτηση για επίλυση αμφισβήτησης, οποτεδήποτε.
Τα παραπάνω ορίζονται στις νέες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν.2079/92 που τροποποίησαν την παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ.4202/61.
Με τη νέα διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του ν.2079/92 οι αμφισβητήσεις επιλύονται πλέον μόνον από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών ασφαλίσεων.
Οι αποφάσεις αυτές του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών ασφαλίσεων δεσμεύουν τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, οι οποίοι υποχρεούνται ή να τις εφαρμόσουν ή να προσφύγουν στα Διοικητικά Πρωτοδικεία.
Η Υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατά την ως άνω διαδικασία αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, χωρίς η προσφυγή αυτή να αναστέλλει την εκτέλεσή της, εκτός αν ήθελε ζητηθεί ειδικώς η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Υπουργού ΕΚΑ από τον ασφαλιστικό οργανισμό κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του Π.Δ.341/78.


Αρχή




Εφαρμογή διατάξεων Διαδοχικής Ασφάλισης

Οι διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης εκτός από τους φορείς του εσωτερικού της χώρας έχουν εφαρμογή και σε κράτη - μέλη της Ε.Ο.Κ. ή σε κράτη με τα οποία η Ελλάδα έχει συνάψει Διμερείς Συμβάσεις Κοινωνικής Ασφάλειας. Επισημαίνεται ότι οι Διμερείς Συμβάσεις δεν καλύπτουν τους ναυτικούς.
Η εφαρμογή όμως των ανωτέρω διατάξεων ρυθμίζεται κατά διαφορετικό τρόπο και εισάγονται παρεκκλίσεις από τις γενικές διατάξεις του Ν.Δ.4202/61.
Αρχή