Ερμηνευτική εγκύκλιος του Υπουργείου για την Διαδοχική Ασφάλιση

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 23 Μαρτίoυ 2004
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Α. Πρωτ: Φ1500/οικ/images/old_site/7620/212
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ : ΑΙΚ. ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210 3368136
Σ. ΚΟΥΡΕΜΠΑΝΑ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210 3368135
TELEFAX : 2103368025
Ταχ. Διευθυνση: Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας: 101 10 Αθήνα
Προς:
Όλους τους Οργανισμούς Κύριας
και Επικουρικής Ασφάλισης

Κοιν:
1.      Yπουργείο Οικονομικών
Γενικό Λογιστήριο του Κράτους
Διεύθυνση 47η
Κάνιγγος 29
101 10 Αθήνα
2. Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας
Διεύθυνση Πρόνοιας Ναυτικών
Εθνικής Αντιστάσεως 1
185 31 Πειραιά

ΘΕΜΑ: Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1,2 και 3 του ν. 3232/12-2-04

Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 48Α/12-2-2004 δημοσιεύθηκε ο ν. 3232/12-2-2004 "Θέματα κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις", με τον οποίο ρυθμίζονται εκτός των άλλων και θέματα που αφορούν τη διαδοχική ασφάλιση.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της Διαδοχικής Ασφάλισης, σας παρέχουμε τις παρακάτω οδηγίες:

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
1.      ΓΕΝΙΚΑ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του ν. 3232/04 προκύπτουν τα ακόλουθα:

Α. Αρμοδιότητα

Ως προς την εξεύρεση του αρμόδιου φορέα για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και την απονομή της σύνταξης εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 1902/90 και του άρθρου 6 του ν.δ. 4202/61, για τις περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων.
Επίσης οι διατάξεις αυτές ισχύουν και για το ΝΑΤ, όπως προκύπτει από την παράγραφο 15 του άρθρου 1 του νόμου αυτού.

Β. Τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης

Ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της σύνταξης των διαδοχικά ασφαλισμένων:
α) Εισάγεται ένας νέος τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης για τους ασφαλισμένους σε φορείς κύριας ασφάλισης, οι οποίοι ασφαλίσθηκαν διαδοχικά από 1-1-1979 και εφεξής και σε όσους ασφαλίστηκαν οποτεδήποτε από φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών σε φορέα κύριας ασφάλισης αυτοτελώς απασχολουμένων και αντίστροφα.
Τούτο προκύπτει από τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 12 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, που ορίζουν ότι, οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 4202/61, όπως ισχύουν, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στους ασφαλισμένους οι οποίοι μέχρι 31-12-1978 είχαν διαδοχική ασφάλιση σε δύο ομοειδείς οργανισμούς.
β) Οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1405/83, όπως αυτές ισχύουν, παύουν να εφαρμόζονται για τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης.
Ο ασφαλισμένος δύναται να επικαλεσθεί την εφαρμογή τους μόνο στην περίπτωση που συμμετέχων οργανισμός είναι φορέας αυτοτελώς απασχολουμένων.
γ) Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 4202/61, όπως αυτές ισχύουν, εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι μέχρι 31-12-1978 είχαν διαδοχική ασφάλιση σε δύο ομοειδείς φορείς και σε όσους υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 2079/92 μέχρι την κατάργησή τους με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2556/97( 24-12-1997).
δ) Για τους οργανισμούς Επικουρικής Ασφάλισης εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 4202/61 και του άρθρου 11 του ν. 1405/83, όπως αυτές ισχύουν.

2. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΟΣΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΝΕΜΟΝΤΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ - ΠΟΣΟΣΤΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Άρθρο 1
παράγραφος 1
 
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, οι φορείς κύριας ασφάλισης, που κρίνονται ως απονέμοντες οργανισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/61, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, υπολογίζουν τόσο το τμήμα που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισής τους, όσο και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στους συμμετέχοντες.
Ο υπολογισμός των τμηματικών ποσών της σύνταξης του απονέμοντος και των συμμετεχόντων οργανισμών γίνεται ως εξής:
Ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει το ποσό της σύνταξης που κατά τη νομοθεσία που τον διέπει, αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου που πραγματοποιήθηκε διαδοχικά και προσδιορίζει το τμήμα που αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του.
Ο ίδιος οργανισμός, δηλαδή ο απονέμων υπολογίζει και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης του συμμετέχοντα σε ποσοστό επί τοις εκατό επί των συνταξίμων αποδοχών του συμμετέχοντα για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι 35 έτη. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται, ότι ο υπολογισμός για τα μέχρι 35 έτη ασφάλισης έχει σαν σκοπό τον προσδιορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης για κάθε οργανισμό. Στην περίπτωση όμως που υπάρχει χρόνος ασφάλισης στο συμμετέχοντα πέραν των 35 ετών, ο υπολογισμός γίνεται με το ίδιο ποσοστό αναπλήρωσης. Επίσης στις περιπτώσεις που στην ασφάλιση φορέων μισθωτών έχει πραγματοποιηθεί χρόνος ασφάλισης λιγότερος των 300 ημερών ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης γίνεται κατ΄ αναλογία των πραγματοποιηθεισών ημερών, ενώ για τους οργανισμούς αυτοτελώς απασχολουμένων κατ' αναλογία των πραγματοποιηθέντων μηνών.
Τα ποσοστά καθορίζονται σε:
·         2% για ΙΚΑ, ΝΑΤ, ΟΓΑ, και Ο.Α.Ε.Ε.- ΤΣΑ.
·         2,85% για Ο.Α.Ε.Ε. -ΤΑΕ.
·         3% για Ο.Α.Ε.Ε. -ΤΕΒΕ.
·         2,286% για Δημόσιο και τους λοιπούς φορείς ασφάλισης μισθωτών και αυτοτελώς απασχολουμένων.

Τα τμήματα σύνταξης που προσδιορίζονται από τον απονέμοντα οργανισμό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα του τμήματος κατωτάτου ορίου σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης ή του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό με βάση το χρόνο και μόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, εφόσον με το χρόνο αυτό θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις διατάξεις των οργανισμών αυτών χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια σύνταξης. ΄Οσον αφορά το τμήμα Κατωτάτου ορίου σύνταξης είναι το πηλίκο της διαίρεσης του γινομένου του αριθμού των ημερών που πραγματοποιήθηκαν στην ασφάλισή του επί του ποσού του Κατωτάτου ορίου σύνταξης του κάθε οργανισμού διά του συνολικού αριθμού ημερών εργασίας.
Το άθροισμα των τμημάτων της σύνταξης αποτελεί το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον δικαιούχο από τον απονέμοντα οργανισμό, επί των οποίων υπολογίζονται όλες οι προσαυξήσεις (απολύτου αναπηρίας, οικογενειακό επίδομα, ποσοστά δικαιοδόχων μελών). Το συνολικό ποσό σύνταξης αυξάνεται με το ίδιο ποσοστό που θα αυξάνονται οι συντάξεις του οργανισμού αυτού, δηλαδή του απονέμοντα. Στην περίπτωση δε που είναι μικρότερο του κατωτάτου ορίου σύνταξης του, τότε καταβάλλεται στο συνταξιούχο το κατώτατο όριο σύνταξης αυτού.
Παρατίθεται διάγραμμα υπολογισμού σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3232/04:





ΑΠΟΝΕΜΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
Α. Υπολογίζει το τμήμα που αντιστοιχεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του και στο χρόνο που
διανύθηκε στην ασφάλιση του συμμετέχοντα φορέα

1. Ο απονέμων οργανισμός για να προσδιορίσει το δικό του τμήμα σύνταξης προβαίνει στους εξής υπολογισμούς:
2. Ο απονέμων οργανισμός προσδιορίζει και το τμήμα της σύνταξης του συμμετέχοντα εφόσον του έχουν γνωστοποιηθεί οι χρόνοι ασφάλισης, οι αποδοχές, το ποσό του κατωτάτου ορίου και του αυτοτελούς δικαιώματος, με ποσοστά ανά οργανισμό, ως εξής:


α) Τμηματική Σύνταξη
α) Αναλογούν ποσό σύνταξης συμμετέχοντα

 



 



Ημέρες ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί στην ασφάλιση του.
x
Ποσό που αντιστοιχεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του για όλες τις ημέρες διαδοχικής ασφάλισης
*Π% x συντάξιμες αποδοχές που είχε στην ασφάλισή του συμμετέχοντα αναπροσαρμοσμέ-νες με Δείκτη Τιμών Καταναλωτή
Χ
Έτη ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί στην ασφάλιση του συμμετέχοντα
Συνολικός χρόνος διαδοχικής ασφάλισης






β) Τμήμα κατωτάτου ορίου
β) Τμήμα κατωτάτου ορίου

Ημέρες ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί στην ασφάλισή του
x
Ποσό κατωτάτου ορίου σύνταξης

Ημέρες ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί στην ασφάλισή του
x
Ποσό κατωτάτου ορίου σύνταξης







= Β
Συνολικός χρόνος διαδοχικής ασφάλισης
= Β
Συνολικός χρόνος διαδοχικής ασφάλισης


γ) Ποσό αυτοτελούς δικαιώματος = Γ
γ) Ποσό αυτοτελούς δικαιώματος = Γ
Το ποσό Α δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τμήμα Κατωτάτου Ορίου (Β) ούτε από το ποσό που προκύπτει όταν θεμελιώνει ο ασφαλισμένος αυτοτελές δικαίωμα ( Γ).
Το ποσό Α δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το τμήμα Κατωτάτου Ορίου (Β )ούτε από το ποσό που προκύπτει όταν θεμελιώνει ο ασφαλισμένος αυτοτελές δικαίωμα (Γ).
Από τα παραπάνω ποσά το συμφερότερο ποσό είναι το τμήμα του απονέμοντα.
Από τα παραπάνω ποσά το συμφερότερο ποσό για τον ασφαλισμένο είναι το τμήμα του συμμετέχοντα.

Β. Το άθροισμα των συμφεροτέρων ποσών αποτελεί το συνολικό ποσό σύνταξης.




3. ΣΥΝΤΑΞΙΜΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΦΟΡΕΩΝ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

Παράγραφος 2 ,Περίπτωση α΄
 
Οι διατάξεις της περίπτωσης α της παρ. 2 ορίζουν ποιες είναι οι συντάξιμες αποδοχές όταν οι χρόνοι που συνυπολογίζονται διανύθηκαν σε οργανισμούς κύριας ασφάλισης μισθωτών.
΄Ετσι, όταν οι απονέμοντες οργανισμοί, είτε αυτοί είναι φορείς αυτοτελώς απασχολουμένων, είτε μισθωτών, συνυπολογίζουν χρόνους ασφάλισης που διανύθηκαν σε οργανισμούς κύριας ασφάλισης μισθωτών, θα υπολογίζουν το ποσό του συμμετέχοντα, στις συντάξιμες αποδοχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κάθε συμμετέχοντα οργανισμού, όπως αυτές ισχύουν, τις οποίες θα τις αναπροσαρμόζουν με βάση το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, όλων των ετών από τη διακοπή της ασφάλισης μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Γνωστό είναι ότι οι συντάξιμες αποδοχές δεν είναι ίδιες σε όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που ασφαλίζουν μισθωτούς.
΄Ετσι, στο Ι.Κ.Α λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές της τελευταίας πενταετίας και από 1-1-2005 οι αποδοχές μιας πενταετίας που επιλέγει ο ασφαλισμένος μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Στο Τ.Α.Π.- Ο.Τ.Ε. και στα Ταμεία των Τραπεζών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του τελευταίου μήνα της απασχόλησης του ασφαλισμένου.
Στο Τ.Σ.Π. - Η.Σ.Α.Π. λαμβάνεται υπ' όψη το 1/12ο των αποδοχών του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν την αποχώρηση του ασφαλισμένου από την υπηρεσία.
Στη ΔΕΗ και στο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού της Ασφαλιστικής Εταιρίας ΄΄ ΕΘΝΙΚΗ ΄΄ λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του τελευταίου έτους.
Στο ΤΑΙΣΥΤ λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές μιας συνεχούς πενταετίας που διαλέγει ο ασφαλισμένος μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Στο ΤΑΤΤΑ λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές της τελευταίας διετίας, στο ΤΣΠΕΑΘ οι αποδοχές μιας διετίας που διαλέγει ο ασφαλισμένος και στα Ταμεία Εφημεριδοπωλών Αθηνών Θεσσαλονίκης, οι αποδοχές των τελευταίων 36 μηνών.
Από τις πιο πάνω διατάξεις, δηλ. παρ. 1 και παρ. 2α , προκύπτουν τα ακόλουθα:
Ο οργανισμός κύριας ασφάλισης που απονέμει τη σύνταξη θεωρεί ότι ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε στον ίδιο και στους άλλους οργανισμούς κύριας ασφάλισης, διανύθηκε στην ασφάλισή του, υπολογίζει το ποσό της σύνταξης, σύμφωνα με τη δική του νομοθεσία, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου που πραγματοποιήθηκε στον ίδιο και τους άλλους οργανισμούς διαδοχικής ασφάλισης και προσδιορίζει το τμήμα που αναλογεί στην ασφάλισή του.
Αφού ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη προσδιορίσει το ποσό σύνταξης που προκύπτει σύμφωνα με τη νομοθεσία του, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τμήματος του κατωτάτου ορίου ούτε του ποσού του αυτοτελούς δικαιώματος, υπολογίζει και το ποσό σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στους συμμετέχοντες.
Ο απονέμων προσδιορίζει το αναλογούν ποσό σύνταξης στο συμμετέχοντα, με βάση τις συντάξιμες αποδοχές του συμμετέχοντα οργανισμού και χορηγεί, όπως προαναφέρθηκε, για κάθε έτος ή 300 ημέρες ασφάλισης, ένα ποσοστό σύνταξης.
Οι δε συντάξιμες αποδοχές αναπροσαρμόζονται από τον απονέμοντα με βάση το μέσο ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή, όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από το έτος διακοπής της ασφάλισης μέχρι το προηγούμενο έτος της υποβολής της αίτησης.
Μέχρις ότου βέβαια μηχανογραφηθεί το σύστημα, το ποσό των συνταξίμων αποδοχών θα επικαιροποιείται από τους συμμετέχοντες οργανισμούς.
Σημειώνεται ότι για το Δημόσιο και τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, που από τη νομοθεσία τους προβλέπεται η αναπροσαρμογή των συνταξίμων αποδοχών, δεν θα γίνεται και επικαιροποίηση με το Μέσο Ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Η εξέλιξη των ετήσιων μεταβολών του μέσου ετήσιου δείκτη τιμών καταναλωτή καταχωρείται στον παρακάτω πίνακα.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
 
Εξέλιξη ετήσiων μεταβολών Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή
(Έτος βάσης:1999=100,0)
 
Έτος
Σύγκριση δείκτη Δεκεμβρίου κάθε έτους με τoν αντίστοιχο δείκτη του προηγούμενου έτους
Σύγκριση μέσου ετήσιου δείκτη κάθε έτους, με τον αντίστοιχο δείκτη του προηγούμενου έτους
 


Δείκτης Δεκεμβρίου.
Μεταβολή %
Μέσος ετήσιος δείκτης
Μεταβολή %
1959
1,583
-
1,572
-
1960
1,638
3,5
1,598
1,7





1961
1,626
-0,8
1,628
1,8
1962
1,654
1,7
1,622
-0,3
1963
1,675
1,3
1,671
3,0
1964
1,700
1,5
1,685
0,9
1965
1,784
4,9
1,736
3,0
1966
1,867
4,7
1,822
4,9
1967
1,842
-1,3
1,853
1,7
1968
1,892
2,7
1,860
0,3
1969
1,932
2,1
1,906
2,5
1970
2,003
3,7
1,962
3,0





1971
2,062
2,9
2,022
3,0
1972
2,198
6,6
2,109
4,3
1973
2,872
30,7
2,436
15,5
1974
3,258
13,5
3,091
26,9
1975
3,768
15,7
3,504
13,4
1976
4,210
11,7
3,971
13,3
1977
4,748
12,8
4,454
12,2
1978
5,295
11,5
5,013
12,5
1979
6,606
24,8
5,967
19,0
1980
8,337
26,2
7,452
24,9





1981
10,214
22,5
9,274
24,5
1982
12,159
19,0
11,233
21,1
1983
14,609
20,2
13,500
20,2
1984
17,246
18,0
15,992
18,5
1985
21,526
24,8
19,081
19,3
1986
25,186
17,0
23,472
23,0
1987
29,156
15,8
27,321
16,4
1988
33,229
14,0
31,015
13,5
1989
38,162
14,8
35,264
13,7
1990
46,895
22,9
42,470
20,4





1991
55,344
18,0
50,733
19,5
1992
63,315
14,4
58,787
15,9
1993
70,922
12,0
67,259
14,4
1994
78,487
10,7
74,573
10,9
1995
84,704
7,9
81,236
8,9
1996
90,879
7,3
87,893
8,2
1997
95,164
4,7
92,759
5,5
1998
98,846
3,9
97,180
4,8
1999
101,559
2,7
99,742
2,6
2000
105,525
3,9
102,884
3,2
2001
108,739
3,0
106,356
3,4
2002
112,422
3,4
110,216
3,6
2003
115,880
3,1
114,108
3,5


Για πλήρη κατανόηση παραθέτουμε τα κάτωθι παραδείγματα:
1ο παράδειγμα
΄Ενας ασφαλισμένος έχει υπαχθεί:
α) Στην ασφάλιση του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας από 1-1-1978 μέχρι 31-12-1986 για 9 έτη , δηλ. 2.700 Η.Α.
β) και στην ασφάλιση του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού ΗΣΑΠ από 1-1-1987 μέχρι 31-2-2004, δηλ. 16 χρόνια και 2 μήνες ή 4.850 Η.Α.
Συνολικός χρόνος ασφάλισης 7.550 Η.Α. ή 25 χρόνια και 2 μήνες.
Το Τ.Σ.Π. -ΗΣΑΠ είναι ο απονέμων οργανισμός της σύνταξης και θα υπολογίσει το ποσό της σύνταξης για 7.550 Η.Α.
΄Ετσι αν το Τ.Σ.Π.- ΗΣΑΠ για τις 7.550 Η.Ε. χορηγεί 1000 Ευρώ, τότε το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισής του θα είναι: 1000 Χ 4.850 = 4850000 = 642 Ευρώ
7.550 7.550
Το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τμήματος Κατωτάτου Ορίου σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης του ΤΣΠ - ΗΣΑΠ , ούτε από το ποσό του αυτοτελούς δικαιώματος, αν αυτό θεμελιώνεται μόνο με το χρόνο ασφάλισης σ' αυτό.
Το Κατώτατο όριο σύνταξης του ΤΣΠ - ΗΣΑΠ είναι 412 Ευρώ.
Η αναλογία του τμήματος Κατωτάτου ορίου είναι 412 Χ 4.850 = 265 Ευρώ
7.550
Αυτοτελές δικαίωμα ο ασφαλισμένος δεν έχει στο ΤΣΠ - ΗΣΑΠ μόνο με το χρόνο ασφάλισης σ' αυτό.
΄Eτσι για το χρόνο ασφάλισης στον απονέμοντα θα καταβληθεί στον ασφαλισμένο το συμφερότερο από τα παραπάνω ποσά δηλ. το ποσό των 642 Ευρώ.
Στη συνέχεια το ΤΣΠ - ΗΣΑΠ θα υπολογίσει και το αναλογούν ποσό σύνταξης στο συμμετέχοντα.
Στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του τελευταίου μήνα απασχόλησης. Έστω ότι ο ασφαλισμένος ελάμβανε το 12/1986 αποδοχές 1000 Ευρώ.
Ο λόγος του μέσου ετήσιου δείκτη τιμών καταναλωτή του έτους 2003 προς τον μέσο ετήσιο δείκτη του 1986 είναι 114,108/23,472= 4, 861.
Για να αναπροσαρμοσθούν οι αποδοχές του 12/1986, δηλαδή τα 1000 Ευρώ πολλαπλασιάζονται επί
4, 861, δηλαδή: 1000 Χ 4,861 = 4.861 Ευρώ.
Προκειμένου το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού ΗΣΑΠ να υπολογίσει το αναλογούν ποσό σύνταξης του συμμετέχοντος, θα πολλαπλασιάσει τις συντάξιμες αποδοχές επί 2,286% επί τα χρόνια ασφάλισης στο Τ.Σ.Π.Ε.Τ., δηλαδή το ποσό των 4.861 Ευρώ πολλαπλασιάζεται επί 2, 286% επί 9 χρόνια,
4.861Χ2,286%Χ9 = 1000,10 Ευρώ.
Το ποσό των 1000,10 Ευρώ είναι το αναλογούν ποσό σύνταξης συμμετέχοντος και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του τμήματος Κατωτάτου Ορίου σύνταξης του συμμετέχοντος και του ποσού του αυτοτελούς δικαιώματος, όταν αυτό θεμελιώνεται μόνο με το χρόνο ασφάλισης στο συμμετέχοντα και σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
Το άθροισμα των ποσών σύνταξης που αναλογούν στον απονέμοντα και στο συμμετέχοντα είναι το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης στον ασφαλισμένο, το οποίο δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού Κατωτάτου Ορίου σύνταξης του απονέμοντα οργανισμού
Καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης 642+ 1000,10= 1642,10 Ευρώ.
2ο παράδειγμα
Έστω ότι ένας ασφαλισμένος πραγματοποίησε:
α) Στην ασφάλιση του ΤΕΒΕ 5.622 ημέρες εργασίας από 12/1976 έως 6/1986 και 4/1994 έως 5/2003.
β) και στην ασφάλιση του ΙΚΑ 5729 ημέρες ασφάλισης από 5/1958 έως 3/1972 και από 9/1986 έως 31/9/94.
Υποβάλει αίτηση για σύνταξη γήρατος στο ΤΕΒΕ τον Μάρτιο του 2004, που καθίσταται και ο απονέμων της σύνταξης οργανισμός.
Το ΤΕΒΕ, αφού προβεί στους τρεις τρόπους υπολογισμού του ποσού σύνταξης για το χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στην ασφάλιση του σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 1 υπολογίζει και το αναλογούν ποσό σύνταξης του ΙΚΑ.
Για να καθοριστεί το αναλογούν ποσό σύνταξης του ΙΚΑ με τις ισχύουσες διατάξεις κατ΄ αρχήν πρέπει να γίνει ο καθορισμός του ποσού συντάξιμων αποδοχών ΙΚΑ.
΄Εστω ότι οι συντάξιμες αποδοχές του ΙΚΑ, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, για την 25η ασφαλιστική κλάση το έτος 1994, είναι 1060,90 Ευρώ.
Στη συνέχεια οι συντάξιμες αποδοχές θα επικαιροποιηθούν με το λόγο του Μέσου Ετήσιου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2003 προς το Μέσο Ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 1994.
1060,90Χ114,108/74,573=1623,34 Ευρώ
Το ποσό των 1623,34 Ευρώ είναι οι αναπροσαρμοσμένες αποδοχές επί των οποίων θα υπολογιστεί το αναλογούν ποσό σύνταξης του ΙΚΑ από το ΤΕΒΕ, βάσει του συντελεστή 2% που ισχύει για το ΙΚΑ και των ετών ασφάλισης στο ΙΚΑ ως ακολούθως:
1.623,34Χ2%Χ5.729/300= 620,00 Ευρώ.
Το αναλογούν ποσό σύνταξης στο ΙΚΑ των 620,00 Ευρώ δεν μπορεί να υπολείπεται του τμήματος Κατωτάτου Ορίου σύνταξης του ΙΚΑ και του αυτοτελούς δικαιώματος σύνταξης, εφόσον αυτό θεμελιώνεται μόνο με το χρόνο ασφάλισης στο ΙΚΑ σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
 
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Παράγραφος 2, Περίπτωση β΄
 
Οι διατάξεις της περίπτωσης β της παρ. 2 ορίζουν ποιες είναι οι υποχρεώσεις των συμμετεχόντων οργανισμών μισθωτών. ΄Ετσι προκειμένου ο απονέμων οργανισμός να υπολογίσει ο ίδιος τη σύνταξη του συμμετέχοντα όταν αυτός είναι φορέας μισθωτών, απαιτείται να διαβιβάζεται από τους συμμετέχοντες βεβαίωση, η οποία αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη από την οποία θα προκύπτουν
α) ο χρόνος ασφάλισης τους όλων των χρονικών περιόδων.
β) Το όριο ηλικίας που σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/92 προβλέπεται η έναρξη συμμετοχής .
γ) αποδοχές του ασφαλισμένου που αντιστοιχούν στις χρονικές περιόδους, που προβλέπονται από τη νομοθεσία τους και που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης (μήνας, έτος, διετία, πενταετία)
δ) το ανώτατο όριο αποδοχών
ε) Κατώτατο όριο σύνταξης, όπου αυτό προβλέπεται.
ε) Το ποσό σύνταξης που σύμφωνα με τη νομοθεσία τους αντιστοιχεί στο αυτοτελές δικαίωμα .
στ΄)Μέχρις ότου εκπονηθεί η μηχανογραφική εφαρμογή του άρθρου αυτού, οι συμμετέχοντες οργανισμοί θα γνωστοποιούν επί πλέον και το ποσό των συνταξίμων αποδοχών αναπροσαρμοσμένο με το Μέσο Ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή
ζ΄) Το Δημόσιο και οι λοιποί ασφαλιστικοί οργανισμοί στους οποίους προβλέπεται από τη νομοθεσία τους αναπροσαρμογή αποδοχών, θα γνωστοποιείται το ποσό των αναπροσαρμοσμένων αποδοχών.

ΠΟΙΕΣ ΕΊΝΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΜΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΟΤΑΝ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΠΟΥ ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΔΙΑΝΥΘΗΚΑΝ ΣΕ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ
Παράγραφος 2, Περίπτωση γ΄
 
Οι διατάξεις της περ. γ της παρ. 2 ορίζουν ότι, οι οργανισμοί κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων όταν είναι συμμετέχοντες, γνωστοποιούν στον απονέμοντα:
α) Τις κατηγορίες στις οποίες ασφαλίστηκε ο ασφαλισμένος και τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους που κατέβαλε εισφορές, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και υπολογίζεται η μέση τιμή των εισφορών αυτών ανάλογα με το χρόνο που διανύθηκε σε κάθε κατηγορία. Το ποσό αυτό θα μετατρέπεται από τον απονέμοντα οργανισμό σε αποδοχές βάσει των συντελεστών των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου του ΙΚΑ, που ισχύουν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισης του στο φορέα αυτό. Σημειώνεται ότι όταν ο χρόνος διακοπής της ασφάλισης είναι μέχρι και την προηγουμένη της 1ης /3/1976, το ποσοστό ασφαλίστρου καθορίζεται ενιαία σε 12,75%.
Μέχρι να μηχανογραφηθεί όμως το σύστημα η μετατροπή των εισφορών σε αποδοχές θα γίνεται από τους συμμετέχοντες φορείς αυτοτελώς απασχολουμένων και το ποσό των συνταξίμων αποδοχών θα κοινοποιείται στον απονέμοντα.
β) Οι οργανισμοί Αυτοτελώς απασχολουμένων, που η σύνταξή τους υπολογίζεται με βάση μισθό Δημοσίου Λειτουργού ή Βασικού ποσού, θα γνωστοποιούν στον απονέμοντα οργανισμό τους μισθούς ή τα ποσά αναπροσαρμοσμένα όπως αυτά ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
γ) Όπου συμμετέχων οργανισμός είναι ο Ο.Α.Ε.Ε -ΤΕΒΕ θα γνωστοποιεί και τη Βασική σύνταξη, που ορίζεται από τις διατάξεις της περ. 9.
δ) Το Κατώτατο όριο σύνταξης, όπου αυτό προβλέπεται.
ε) Το ποσό σύνταξης που σύμφωνα με τη νομοθεσία τους αντιστοιχεί στο αυτοτελές δικαίωμα.

Για πληρέστερη κατανόηση αναφέρουμε το εξής παράδειγμα:.
Έστω ότι ένας ασφαλισμένος ασφαλίστηκε:
α) Στο ΤΕΒΕ από 1971 έως το 1995 για 23 χρόνια, 6 μήνες και 3 ημέρες.
β) Στο ΙΚΑ από το 1964 έως το 1971 και 1995 έως το 2004 για 15 χρόνια, 9 μήνες και 9 ημέρες.
Σύνολο χρόνου ασφάλισης 39 χρόνια, 3 μήνες και 12 ημέρες ή 11.787 ημέρες ασφάλισης.
Υποβάλει αίτηση για σύνταξη γήρατος στο ΙΚΑ τον Απρίλιο του 2004, το οποίο και καθίσταται απονέμων οργανισμός της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 1902/90.
Για τον υπολογισμό από το ΙΚΑ του αναλογούντος ποσού σύνταξης στο χρόνο ασφάλισης του ΤΕΒΕ διενεργούνται τα εξής :
1. Υπολογίζεται από το ΤΕΒΕ μέχρι τη μηχανογράφηση του συστήματος η μέση τιμή των εισφορών οι οποίες μετατρέπονται σε αποδοχές βάσει των εισφορών του ΙΚΑ, που ίσχυαν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισης στο ΤΕΒΕ, ως ακολούθως:
Στο ΤΕΒΕ ασφαλίσθηκε στις κάτωθι ασφαλιστικές κατηγορίες:

ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ
ΑΣΦ/ΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΜΗΝΕΣ

ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΕΤΟΥΣ 2004
ΠΟΣΟ
01/1971-12/1973
Γ
36
x
67,00 Ευρώ
2.412 Ευρώ
01/1974 - 06/1978
Δ
54
x
82,00 Ευρώ
4.428 Ευρώ
07/1978 - 01/1984
Ε
67
x
109,00 Ευρώ
7.303 Ευρώ
02/1984 - 02/1991
ΣΤ
85
x
125,00 Ευρώ
10.625 Ευρώ
03/1991 - 01-1995
Ζ
47
x
154,00 Ευρώ
7.238 Ευρώ
Σύνολο

289


32.006 Ευρώ

Η μέση εισφορά ΤΕΒΕ είναι: 32.006 Ευρώ / 289 μήνες = 110, 75 Ευρώ.
Το ποσό των 110,75 Ευρώ μετατρέπεται σε αποδοχές με βάση το συντελεστή των εισφορών του ΙΚΑ, οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισης στο ΤΕΒΕ τον 1/1995. Το ποσοστό αυτό ήταν το 20%.
΄Ετσι έχουμε: 110,75 x 100/20 = 553,75 Ευρώ
Το ΤΕΒΕ επίσης θα γνωστοποιεί τη Βασική σύνταξη, που είναι 144,00 Ευρώ, η οποία θα επιμερίζεται για το χρόνο ασφάλισης του ΤΕΒΕ, βάσει του συνολικού χρόνου ασφάλισης που είναι 11.787 ημέρες
 
2) Το ΙΚΑ στη συνέχεια υπολογίζει το αναλογούν ποσό σύνταξης του ΤΕΒΕ βάσει του ποσού συντάξιμων αποδοχών, του ισχύοντος συντελεστή στο ΤΕΒΕ, που είναι 3% και του χρόνου ασφάλισης που διανύθηκε στο ΤΕΒΕ, στο οποίο προσθέτει και το μέρισμα Βασικής σύνταξης ΤΕΒΕ.
·         Αναλογούν ποσό σύνταξης ΤΕΒΕ: 553,75 Χ 3% Χ 23 έτη και 6/12 = 390,40 Ευρώ.
·         Μέρισμα Βασικής σύνταξης ΤΕΒΕ: 144,00 Χ7.053/11.787 = 86,17.
·         Άθροισμα αναλογούντος ποσού σύνταξης και μερίσματος Βασικής :390,40 Ευρώ + 86,17 Ευρώ = 476,57 Ευρώ.
Το αναλογούν ποσό σύνταξης του ΤΕΒΕ των 390,40 Ευρώ δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το αναλογούν τμήμα Κατωτάτου Ορίου σύνταξης ούτε από το ποσό του αυτοτελούς δικαιώματος εφόσον με το χρόνο ασφάλισης στο ΤΕΒΕ θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα σύμφωνα με τη νομοθεσία του ΤΕΒΕ.

Τιμές Συντελεστών Εισφορών ΙΚΑ, βάσει των οποίων θα μετατρέπονται οι εισφορές σε αποδοχές, από 1-1-1970 έως σήμερα:
·         1/1/1970 - 31/3/1976: 12,75%.
·         1/4/1976 - 30/9/1990: 14,25%.
·         1/10/1990 - 30/6/199: 15,75%.
·         1/7/1991 - 31/12/1992: 17,25%.
·         1/1/1993 και εντεύθεν 20%.
Το πιο πάνω παράδειγμα αναφέρεται στις περιπτώσεις που για την καταβολή των εισφορών, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται σε ασφαλιστικές κατηγορίες, όπως είναι το ΤΕΒΕ και το ΤΑΕ.
Στην περίπτωση που η σύνταξη υπολογίζεται επί μισθού δημοσίου λειτουργού ή βασικού ποσού, η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει των ποσών που ίσχυαν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
΄Ετσι, α) στο Τ.Σ.Ν. η σύνταξη υπολογίζεται στο 80% του βασικού μισθού του εφέτη για 40 έτη ασφάλισης , β) στο ΤΣΑΥ υπολογίζεται επί βασικού ποσού που ορίζεται κάθε φορά με Υπουργική Απόφαση για όσους έχουν χρόνο ασφάλισης 25 ετών, γ) στο ΤΣΜΕΔΕ η σύνταξη υπολογίζεται στο 80% του εκάστοτε βασικού μισθού δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου με 2ο βαθμό, όπως ο μισθός αυτός διαμορφώνεται με τις αυξήσεις που χορηγούνται κάθε φορά με Υπουργικές Αποφάσεις, για χρόνο ασφάλισης 35 ετών. Για κάθε έτος ασφάλισης χορηγείται 1/35ο του πιο πάνω ποσού, δ) στο ΟΑΕΕ ( ΤΣΑ ) η σύνταξη υπολογίζεται επί ενός ποσού που ορίζεται κάθε φορά με Υπουργική Απόφαση και αποτελεί τη βασική σύνταξη που αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης 15 ετών, ε) στο ΤΑΝΠΥ η σύνταξη υπολογίζεται σύμφωνα με ότι ισχύει στο ΙΚΑ, αλλά με βάση το μέσο όρο των ασφαλιστικών κλάσεων στις οποίες είχε καταταγεί ο ασφαλισμένος κατά την τελευταία πενταετία πριν από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου.
Παράδειγμα
ΤΣΜΕΔΕ : 1/1/1975 - 31/12/1984: 10 έτη
ΙΚΑ : 1/1/1985 - 31/12/2003 : 4.000 Η.Α.
Η σύνταξη θα υπολογισθεί επί του ποσού των π.χ. 1300 Ευρώ που είναι το ποσό επί του οποίου υπολογίζεται η σύνταξη του ΤΣΜΕΔΕ για το έτος 2004. ΄Ετσι θα έχουμε 1300Ε Χ2,286% Χ 10 έτη = 297,18 Ευρώ.
Το προκύπτον ποσό των 297,18 Ευρώ είναι το ποσό σύνταξης που θα χορηγηθεί από το ΙΚΑ για 10 χρόνια ασφάλισης στο ΤΣΜΕΔΕ.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΕ ΦΟΡΕΑ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 του ν. 1405/83.
 
Παράγραφος 3
 
Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 ορίζουν ότι, όταν συμμετέχων φορέας είναι φορέας αυτοτελώς απασχολουμένων ο ασφαλισμένος δύναται με αίτησή του να ζητήσει τον υπολογισμό της σύνταξης και με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1405/83, όπως αυτό ισχύει.
Μετά τον υπολογισμό της σύνταξης με τις διατάξεις αυτές και εφόσον προκύπτει διαφορά υπέρ του ασφαλισμένου η διαφορά αυτή καταβάλλεται αναδρομικά από την ημερομηνία συνταξιοδότησής του.
Σημειώνεται ότι η παρ. 3 του άρθρου 1 έχει εφαρμογή για τις αιτήσεις που θα υποβληθούν μετά την ισχύ του άρθρου 1 του παρόντος νόμου.

ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ

Παράγραφος 4
 
Οι διατάξεις της παρ. 4 αναφέρουν σε ποιο όριο ηλικίας θα καταβάλλεται το ποσό σύνταξης το ποσό σύνταξης των συμμετεχόντων οργανισμών.
Έτσι ορίζεται ότι, το ποσό σύνταξης του συμμετέχοντα οργανισμού καταβάλλεται όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το όριο ηλικίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του και τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992.
Προβλέπεται όμως δυνατότητα κατά επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί το τμηματικό ποσό ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα μειωμένο κατά 3% για κάθε χρόνο και αναλογικά για κάθε μήνα 0,25%, που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση των προβλεπομένων ορίων ηλικίας του συμμετέχοντα όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/92.
ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΟΤΑΝ Ο ΑΠΟΝΕΜΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ
Παράγραφος 5

Από τις διατάξεις της παρ. 5 προκύπτει ότι, όταν ο απονέμων φορέας μισθωτών είναι ο προηγούμενος του τελευταίου οργανισμού ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης γίνεται με βάση τις αποδοχές του ασφαλισμένου που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κάθε οργανισμού, αναπροσαρμοσμένες με τον ετήσιο μέσο δείκτη τιμών καταναλωτή.
Από τη διάταξη αυτή εξαιρείται το Δημόσιο το οποίο ως προς την αναπροσαρμογή των αποδοχών εφαρμόζει τις διατάξεις του κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων.
 
ΠΟΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΥΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ

Παράγραφος 6
 
Οι διατάξεις της παραγράφου 6 ορίζουν ότι, χρόνος ασφάλισης ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση είναι ο χρόνος που υπολογίζεται για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του οργανισμού στον οποίο διανύθηκε και εφόσον έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στο χρόνο αυτό μαζί με τα τυχόν πρόσθετα τέλη ή έχει ρυθμιστεί με διάταξη νόμου η καταβολή τους σε δόσεις μέχρι κατ την ημέρα πριν την έκδοση της συνταξιοδοτικής απόφασης του οργανισμού που απονέμει τη σύνταξη.

ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ

Παράγραφος 7
 
Οι διατάξεις της παρ. 7 ορίζουν ότι, σε περίπτωση που έχει ρυθμιστεί η καταβολή των οφειλομένων εισφορών και των προσθέτων τελών σε δόσεις, όπως ορίζεται από ειδικές ή γενικές διατάξεις του οικείου φορέα, ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη παρακρατεί κάθε μήνα τμήμα αυτής, ίσο με το ποσό κάθε δόσης και το συνολικό ποσό των οφειλομένων ποσών και των προσθέτων τελών εκπίπτει από το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις διατάξεις των επομένων άρθρων.
Για τον υπολογιζόμενο χρόνο ασφάλισης και την καταβολή των αντίστοιχων εισφορών, ορίζουν οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 του άρθρου 5 του ν.4202/61 που είναι όμοιες με τις διατάξεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου αυτού.

ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΟΓΑ
 
Παράγραφος 8
 
Οι διατάξεις της παρ. 8 ορίζουν ότι, στο συνολικό ποσό της σύνταξης των διαδοχικά ασφαλισμένων του Ο.Γ.Α. (σύμφωνα με το εδάφιο ε της παρ. 1 του παρόντος νόμου), προστίθεται και το ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής που προβλέπεται από το ν. 4169/1961 και το ν. δ. 4575/1966 (ΦΕΚ 227 Α) όπως ισχύουν, ανεξάρτητα αν ο ΟΓΑ είναι απονέμων ή συμμετέχων οργανισμός και καταργούνται η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3050/2002 και το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 2458/1997.
Επομένως οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και από τον ΟΓΑ.
Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται με τις διατάξεις που ίσχυαν όταν υποβλήθηκε η αίτηση συνταξιοδότησης. Δύναται όμως ο ασφαλισμένος του οποίου η αίτηση είναι εκκρεμής να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης και να κριθεί με τις νέες διατάξεις.

ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΟΤΑΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΒΕ
Παράγραφος 9

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Κανονισμού Παροχών του ΤΕΒΕ (Π.Δ.116/1998) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Π.Δ. 209/1989, το ποσό της σύνταξης λόγω γήρατος ή αναπηρίας αποτελείται από το βασικό ποσό και από προσαυξήσεις. Το βασικό ποσό είναι ίσο με το τετραπλάσιο του ποσού της μηνιαίας εισφοράς της Α΄ ασφαλιστικής κατηγορίας του Κλάδου Συντάξεων που ισχύει κάθε φορά, ανεξάρτητα με την ασφαλιστική κατηγορία στην οποία ανήκει ο ασφαλισμένος κατά την διάρκεια του χρόνου ασφάλισής του.
Οι διατάξεις της παρ.9 ορίζουν ότι, όταν συμμετέχων φορέας είναι ο ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ) το ποσό της σύνταξης προσαυξάνεται και με το τμήμα βασικού ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του και που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης του ΤΕΒΕ βάσει του συνολικού χρόνου ασφάλισης.

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΧΥΟΥΣΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ Ν. 1405/83.
ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΤΟΥ Ν.Δ. 4202/61.
Παράγραφος 12
 
Από το α΄ εδάφιο της παρ. 12 προκύπτει ότι ο τρόπος υπολογισμού του ποσού της σύνταξης που προέβλεπαν οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1405/83 όπως αυτές ίσχυαν, παύουν να ισχύουν για τους φορείς κύριας ασφάλισης, εκτός των περιπτώσεων της παρ 3 του άρθρου αυτού.
Με τις διατάξεις του β΄ εδαφίου της παραγράφου αυτής ορίζεται σε ποιες περιπτώσεις εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 1405/83 και στο εδάφιο γ΄, ορίζεται σε ποιες αποδοχές θα υπολογίζεται το ποσό της σύνταξης κατ΄εφαρμογή του άρθρου 10 του ν. 1405/83, όταν ο απονέμων οργανισμός είναι προηγούμενος του τελευταίου.

ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Παράγραφος 13

Οι διατάξεις της παρ. 13 ορίζουν ότι, οι τρόποι υπολογισμού του ποσού της σύνταξης που ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. δ. 4202/61 και του άρθρου 11 του ν. 1405/83 όπως ισχύουν, εξακολουθούν να εφαρμόζονται για τους οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης.
Επίσης, σαν αποδοχές επί των οποίων θα υπολογίζεται η σύνταξη είναι εκείνες του χρόνου διακοπής ασφάλισης οι οποίες αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με το μέσο ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή.
Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται οι οργανισμοί, που από τις νομοθεσίες τους προβλέπεται αναπροσαρμογή των συνταξίμων αποδοχών.

ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Παράγραφος 14

Οι διατάξεις της παρ. 14 ορίζουν ότι οι εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται με τις διατάξεις που ίσχυαν όταν υποβλήθηκε η αίτηση συνταξιοδότησης, δηλαδή είτε οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. δ. 4202/61 είτε του άρθρου 11 του ν. 1405/83.
Δύναται όμως ο ασφαλισμένος του οποίου η αίτηση είναι εκκρεμής να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης και να ζητήσει να κριθεί με τις νέες διατάξεις αλλά η καταβολή της σύνταξης θ' αρχίζει από την 1η του επομένου μήνα υποβολής της νέας αίτησης.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΤΟΥ Ν. 1902/90 ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΤ.
Παράγραφος 15

Οι διατάξεις της παρ. 15 του άρθρου 1 ορίζουν ότι, οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 1902/90 ισχύουν για το ΝΑΤ, Οίκο Ναύτου και γενικά για τους εργαζομένους επί πλοίων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον καθορισμό του αρμόδιου φορέα θα εφαρμόζονται και στο ΝΑΤ οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 1902/90 και οι διατάξεις του νόμου αυτού για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης.
Εκκρεμείς περιπτώσεις θα επανεξετασθούν οίκοθεν σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 4202/61 όπως ισχύουν και τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού.



Γ. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΣΤΗ ΔΑΠΑΝΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ.
 
Άρθρο 2
 
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού τίθεται σε νέα βάση η απόδοση των οφειλομένων ποσών στον οργανισμό που απένειμε τη σύνταξη από τους οργανισμούς που συμμετέχουν στη δαπάνη της σύνταξης.
Έτσι, με τη παράγραφο 1 ο οργανισμός που απένειμε τη σύνταξη αφού υπολογίσει το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στον συμμετέχοντα οργανισμό όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, το πολλαπλασιάζει επί τον αριθμό των συντάξεων που καταβάλλονται ετησίως.
Δηλαδή, αν το αναλογούν ποσό σύνταξης του συμμετέχοντα είναι 400,00 Ευρώ, το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των ετησίως καταβαλλόμενων συντάξεων.
Έτσι αν χορηγούνται 12 μηνιαίες συντάξεις, μία σύνταξη ως δώρο Χριστουγέννων, μισή σύνταξη ως δώρο Πάσχα και μισή σύνταξη ως επίδομα αδείας, δηλαδή συνολικά 14 συντάξεις, το αναλογούν ποσό σύνταξης πολλαπλασιάζεται επί 14, οπότε θα έχουμε 400,00 Ευρώ Χ 14 = 5.600 Ευρώ.
Το ποσό των 5.600 Ευρώ πολλαπλασιάζεται επί ένα αναλογιστικό συντελεστή, η τιμή του οποίου καθορίζεται από την ηλικία του ασφαλισμένου, την αιτία της συνταξιοδότησης και το ποσοστό χηρείας που προβλέπεται από τις νομοθεσίες των συμμετεχόντων οργανισμών.
Αν δηλαδή ο ανωτέρω συνταξιούχος είναι 62 ετών και συνταξιοδοτείται λόγω γήρατος, το ποσό των 5.600 Ευρώ θα πολλαπλασιαστεί επί τον συντελεστή 16,699 που είναι ο αναλογιστικός συντελεστής για το ποσοστό χηρείας του συμμετέχοντα που η νομοθεσία του προβλέπει 70% ποσοστό αναπλήρωσης και θα έχουμε 5.600 Χ 16,699 = 93.514,4 Eυρώ.
Το ποσό αυτό των 93.514,4 Ευρώ θα καταβάλει ο συμμετέχων οργανισμός στον απονέμοντα.

Στην περίπτωση που η σύνταξη είναι λόγω θανάτου και τα δικαιοδόχα μέλη είναι χήρος 55 ετών, 1ο τέκνο 15 ετών και 2ο τέκνο 10 ετών και το αναλογούν ποσό σύνταξη της θανούσης για το συμμετέχοντα είναι 400,00 Ευρώ, θα έχουμε 400,00 Χ 14 = 5.600 Ευρώ.
Ο απονέμων οργανισμός κατανέμει σύμφωνα με τη νομοθεσία του την επιβάρυνση του συμμετέχοντα.
Αν με τη νομοθεσία του απονέμοντα, τα ποσοστά χηρείας των δικαιοδόχων μελών είναι για το χήρο 63,64%, για το 1ο τέκνο 18,18% και για το 2ο τέκνο 18,18%,
η επιβάρυνση του συμμετέχοντα για τα δικαιοδόχα μέλη, που θα καθορισθεί από τον απονέμοντα, γίνεται ως εξής:
Χήρος 55 ετών, ποσοστό χηρείας 63,64%
5.600 Χ 63,64% Χ 16,466 = 58.682,19
1ο τέκνο , δικαιούμενο ποσοστό 18,18%
5.600 Χ 18,18% Χ 8,669 = 8.825,74
2ο τέκνο, δικαιούμενο ποσοστό 18,18%
5.600 Χ 18,18% Χ 12,132= 12.351,35
Σύνολο 79.859,28 Ευρώ
Το ποσό των 79.859,28 Ευρώ θα καταβάλλει ο συμμετέχων οργανισμός στον απονέμοντα.

Ο αναλογιστικός συντελεστής προκύπτει από τους πίνακες 1 έως και 7 του άρθρου 3 του νόμου αυτού και μπορεί να μεταβάλλεται με Υπουργική απόφαση.
Αν ο απονέμων οργανισμός χορήγησε στον ασφαλισμένο το κατώτατο όριο σύνταξης, το ποσό αυτό της σύνταξης επιμερίζεται ανάλογα με το ποσό του τμήματος της σύνταξης που έχει υπολογισθεί για κάθε οργανισμό.
Αν δηλαδή ο απονέμων πρέπει να χορηγήσει τμήμα σύνταξης 300,00 Ευρώ και ο συμμετέχων 200,00 Ευρώ δηλαδή σύνολο 500,00 Ευρώ και το κατώτατο όριο σύνταξης του απονέμοντα οργανισμού είναι 600,00 Ευρώ ο τύπος επί του οποίου θα υπολογισθεί η επιβάρυνση του συμμετέχοντα είναι:

600,00 Ευρώ Χ *200/500 Χ 14 Χ Αναλογιστικό Συντελεστή


Ο ανωτέρω τρόπος διακανονισμού του ποσού της σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις χορήγησης συντάξεων αναπηρίας που δεν είναι οριστικές.
Στις περιπτώσεις αυτές, το ποσό της συμμετοχής καθορίζεται από το γινόμενο του ποσού της σύνταξης αναπηρίας που αντιστοιχεί στον συμμετέχοντα και των μηνών καταβολής της σύνταξης, στους οποίους προστίθενται και οι μήνες που αντιστοιχούν στα δώρα Χριστουγέννων-Πάσχα και επιδόματος αδείας.
Δηλαδή, αν χορηγηθεί σύνταξη αναπηρίας για χρονικό διάστημα 24 μηνών και το ποσό της σύνταξης του συμμετέχοντα οργανισμού είναι 500,00 Ευρώ τότε το ποσό συμμετοχής είναι 500,00 Ευρώ χ 24 = 12.000 Ευρώ.
Στο ποσό αυτό προστίθεται το ποσό που αντιστοιχεί στους μήνες που χορηγούνται δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματα αδείας.
Στις περιπτώσεις προσωρινής σύνταξης αναπηρίας δεν μεταφέρεται ο χρόνος στον απονέμοντα φορέα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου αυτού, όπου ο συνταξιούχος μετά το διακανονισμό θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του απονέμοντα οργανισμού.

Συνεπώς, ο συνταξιούχος αναπηρίας για χρονικό διάστημα 24 μηνών θα θεωρείται συνταξιούχος του απονέμοντα οργανισμού μόνο για το χρονικό διάστημα των 24 μηνών καταβολής της προσωρινής σύνταξης και αν μετά το διάστημα αυτό σταματήσει η συνταξιοδότηση τότε για το χρονικό διάστημα που ασφαλίσθηκε στο συμμετέχοντα οργανισμό θα εξακολουθήσει να είναι ασφαλισμένος του, μολονότι έχει λάβει σύνταξη, επειδή η σύνταξη που έλαβε χορηγήθηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά έπαψε να καταβάλλεται.
ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΠΟΣΩΝ
Παράγραφοι 2-3
 
Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 2 ορίζουν τον τρόπο απόδοσης των οφειλομένων ποσών από τους υπόχρεους οργανισμούς.
Έτσι με την παρ. 2 ορίζεται ότι, εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους υπολογίζεται από καθένα ασφαλιστικό οργανισμό το ποσό που οφείλουν να καταβάλουν οι άλλοι οργανισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
Η διαφορά των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων είναι το ποσό που οφείλει να καταβάλει ο κάθε οργανισμός.
Με τις διατάξεις της παρ. 3 ορίζεται ότι, το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης όπως αυτό προσδιορίζεται από τις προηγούμενες παραγράφους 1 και 2 αποδίδεται από τον υπόχρεο ασφαλιστικό οργανισμό στους οργανισμούς στους οποίους οφείλεται είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις, η τελευταία των οποίων θα είναι μέχρι το τέλος του έτους εντός του οποίου γνωστοποιείται η οφειλή.
Σε περίπτωση καθυστέρησης της απόδοσης της συμμετοχής ή δόσης του ποσού αυτού, τα καθυστερούμενα ποσά επιβαρύνονται με πρόσθετα τέλη ίσα προς αυτά που επιβάλλονται από τον οργανισμό στον οποίο οφείλονται τα καθυστερούμενα σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και εισπράττονται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη νομοθεσία του οργανισμού αυτού για την αναγκαστική είσπραξη των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών.
 
Παράγραφος 4
 
Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 2 ορίζεται ότι, μετά τον ανωτέρω διακανονισμό παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον οργανισμό που απονέμει τη σύνταξη.
Ο ασφαλισμένος των παραπάνω οργανισμών θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του οργανισμού που απονέμει τη σύνταξη από την ημέρα που αρχίζει η καταβολή της σύνταξής του.
Από την ίδια ημέρα παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον ασφαλισμένο τους και δεν είναι πλέον δυνατή η αποδέσμευση του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση των οργανισμών αυτών.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3029/2002, ο χρόνος ασφάλισης όλων των οργανισμών, ο οποίος λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, λογίζεται για τον εφεξής χρόνο ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού που απένειμε τη σύνταξη.
Θεωρείται βεβαίως ο ανωτέρω χρόνος ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού που χορήγησε τη σύνταξη, αλλά διατηρείται πάντοτε η επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 825/78.
Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι, όταν το ΙΚΑ είναι απονέμων οργανισμός και προσμετρά χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλιση άλλου ή άλλων οργανισμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 4202/61, για να απονείμει σύνταξη με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 825/78, δηλαδή, 10.500 ημέρες εργασίας, θα πρέπει ο χρόνος που διανύθηκε στους άλλους οργανισμούς να είναι χρόνος εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, διαφορετικά δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση των 10.500 ημερών εργασίας.
Συνεπώς, θεωρείται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του ΙΚΑ ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης του ασφαλισμένου που προσμετρήθηκε στο ΙΚΑ, αλλά αν δεν είναι χρόνος εξαρτημένης εργασίας δεν υπολογίζεται για την απονομή σύνταξης με 10.500 ημέρες εργασίας (35ετία), υπολογίζεται όμως για κάθε άλλη περίπτωση απονομής σύνταξης, λόγω γήρατος με τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του ΙΚΑ (65ον έτος με 4.500 ημέρες, 62ον έτος με 10.000 ημέρες κ.λ.π.).
Στις περιπτώσεις υπολογισμού του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1405/83, που απονέμων οργανισμός έχει υπολογίσει το ποσό της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του σαν να είχε διανυθεί στη ασφάλιση του ολόκληρος ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης, κατανέμει το ποσό της σύνταξης μεταξύ των οργανισμών στους οποίους υπήχθη διαδοχικά ο ασφαλισμένος ανάλογα με τον αριθμό των ημερών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν στην ασφάλισή του καθενός οργανισμού.
Το προκύπτον ποσό πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των καταβαλλομένων συντάξεων και του αναλογιστικού συντελεστή όπως ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
΄Εστω ότι ένας ασφαλισμένος υπήχθη στην ασφάλιση του ΙΚΑ, διανύοντας χρόνο ασφάλισης 10 ετών και στο ΤΑΠΟΤΕ χρόνο ασφάλισης 20 ετών, με συνολικό χρόνο ασφάλισης 30 χρόνια.
Αν το ποσό σύνταξης που καταβάλλει ο απονέμων οργανισμός, δηλ. το ΤΑΠΟΤΕ είναι 1000Ευρώ για τα 30 χρόνια ο επιμερισμός της δαπάνης για το χρόνο ασφάλισης του ΙΚΑ θα γίνει ως εξής:
1000 Χ3000 =333,33 Ευρώ
9000
Το προκύπτον ποσό των 333,33 Ευρώ πολαπλασιάζεται επί τον αριθμό των καταβαλλομένων ετησίως συντάξεων και του αναλογιστικού συντελεστή, όπως ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
΄Αρθρο 3
Στο άρθρο 3 του παρόντος νόμου καταχωρούνται οι πίνακες των αναλογιστικών συντελεστών σύνταξης βάσει των οποίων καθορίζεται η επιβάρυνση των συμμετεχόντων οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης.
Σημειώνεται ότι οι αναλογιστικοί συντελεστές σύνταξης ανδρών, ανάλογα με την αιτία συνταξιοδότησης αναφέρονται στους πίνακες 1, 2 και 7, οι αναλογιστικοί συντελεστές σύνταξης γυναικών στους πίνακες 3, 5 και 6 και των ορφανών στον πίνακα 4.

Δ) ΔΕΛΤΙΟ ΔΙΑΔΟΧΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ - ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
΄Οσον αφορά την παρ. 10 του άρθρου 1 του νόμου αυτού που αφορά την έκδοση Δελτίου Διαδοχικής Ασφάλισης και την παρ. 11 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, που αφορά τη μηχανογραφική εφαρμογή του συστήματος θα ακολουθήσει σχετική αναλυτική εγκύκλιος.

Η υπηρεσία μας είναι στη διάθεση σας για κάθε περαιτέρω διευκρίνιση.


Εσωτερική Διανομή: Η ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
1.      Γραφείο κ. Υπουργού
2.      Γραφείο κ. Υφυπουργού Δρ. ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ - ΔΕΔΟΥΛΗ
3.      Γραφείο κ. Γενικού Γραμματέα
4.      Γραφείο κας Γενικής Δ/ντριας Κοινωνικής Ασφάλισης
5.      Γραφείο κας Γενικής Δ/ντριας Διοικητικής Υποστήριξης
6.      ΄Ολες τις Δ/νσεις της Γ.Γ.Κ.Α.
7. Τμήμα Διαδοχικής Ασφάλισης







* Π = ποσοστά ανά οργανισμό, 2% για ΙΚΑ, ΝΑΤ, ΟΓΑ, ΟΑΕΕ (ΤΣΑ), 2,85% για ΟΑΕΕ (ΤΑΕ), 3% για ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ) και2,286% για Δημόσιο και λοιπούς οργανισμούς ασφάλισης μισθωτών και αυτοτελώς απασχολουμένων
* όπου 200/500 είναι το ποσοστό σύνταξης που αναλογεί στον συμμετέχοντα.